Λείψανα ευρημάτων ίσως οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο λόφος της Μητρόπολης είναι κατοικήσιμος από τα αρχαία χρόνια.

Στον καιρό του Δεσποτάτου φαίνεται να εγκαταστάθηκε εδώ η επισκοπική έδρα και κατόπιν η μητροπολιτική. Εδώ βρίσκονταν προφανώς ο ιερός ναός/ Μονή της Περιβλέπτου, ο οποίος μετονομάστηκε σε Άγιο Μερκούριο. Η έφορος Αρχαιοτήτων Άρτας Βαρβάρα Παπαδοπούλου στη μελέτη της για την Μονή της Περιβλέπτου γράφει σχετικά για το όνομα: «Η θέση του λόφου δικαιολογεί απόλυτα την επωνυμία της μονής ως Περιβλέπτου. Πρόκειται για ένα χαμηλό φυσικό έξαρμα, σχήματος τραπεζίου, δυτικά του Κάστρου της Άρτας, πολύ κοντά στον ποταμό Άραχθο, που περιβάλλεται στις τρεις πλευρές του από το τείχος της Αμβρακίας, το οποίο σώζεται και σήμερα σε εντυπωσιακό μήκος και ύψος 11 μέτρων. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται ο μεταβυζαντινός ναός Εισοδίων της Θεοτόκου – Αγίου Μερκουρίου…».
Ο λόφος της Μητρόπολης φαίνεται να ήταν ένα δεύτερο Κάστρο. Σύμφωνα με τον αείμνηστο ιστοριοδίφη Γιάννη Τσούτσινο, τα παλιά κτήρια γκρεμίστηκαν στο τέλος του 17ου αιώνα και αρχές του 1700 χτίστηκαν νέα μεγαλοπρεπή κτήρια. Μάλιστα στα 1830 όταν έρχεται εδώ ο διπλωμάτης Αρκιουχάρτ, μας κάνει μια περιγραφή που θυμίζει τον πίνακα του Dodwell στο σπίτι του προεστού, στο Χρυσό.

Ο χώρος ως αντικείμενο ζήλιας
Κάποιες φορές ο χώρος έγινε αντικείμενο ζήλιας από τους Οθωμανούς και δη προσωρινούς κατσαπλιάδες που έδιωχναν του ιερείς και τον Μητροπολίτη και καταλάμβαναν τον χώρο. Την καλύτερη περιγραφή την δίνει και πάλι ο Αρκιουχάρτ. Έτσι, και στα 1805, όταν την κοπάνησε ο Ιγνάντιος, ο αργότερα Ουγγροβλαχίας, παρότι στην πόλη υπήρχαν παλάτια, ο Βελή πασάς, γιος του Αλή Τεπελενλή, ήρθε και εγκαταστάθηκε εδώ. Θα δούμε γιατί.

Οι Σισμάνιδες ή Σουσμάνηδες
Οι Σισμάνηδες ή Σουσμάνηδες έλκουν την καταγωγή τους από την Βουλγαρία και κατά τον 15ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Αράχωβα. Διακρίθηκαν σε πολλά και έλαβαν επί τουρκοκρατίας το αρματολίκι των Κραβάρων. Είχαν συνδεθεί φιλικά με τον Κούρτ πασά του Βερατίου, εχθρό του Αλή πασά και όταν ο Αλή ακόμα προσπαθούσε να κλείσει φιλίες με τους αρματολούς αυτοί τον εκδίωξαν από την περιοχή τους. Τα χρόνια περνούσαν και παρότι ο Αλή πασάς είχε γίνει πανίσχυρος βεζύρης δεν τους πείραξε. Μάλιστα σε γάμους των Σισμάνιδων έστελνε και ακριβά δώρα.

Η εκδίκηση του Αλή και ο φόνος
στην Μητρόπολη Άρτας
Στα 1805 ο Αλή πασάς Τεπελενλής, ισχυρός κύριος του δυτικού Ελλαδικού χώρου και πασάς τριών ιππουρίδων, δηλαδή βεζύρης, αποφάσισε να τελειώνει και με τους παλιούς εχθρούς, τους Σισμάνηδες ή Σουσμάνηδες. Την αποστολή αυτή την ανέθεσε στον γιο του Βελή.
Ο Βελή πασάς ήρθε στην Άρτα και κατέλαβε το χώρο της Μητρόπολης. Εκεί εγκαταστάθηκε με όλο το τσούρμο του. Κάλεσε, όπως μας λέει ο Πουκεβίλ και ο Καρκαβίτσας, τους Σουσμάνηδες να τα βρουν και να θάψουν την παλιά έχθρα. Αν και οι συγγενείς τους συμβούλεψαν να βρουν μια πρόφαση να μην πάνε, από τα τρία αδέρφια, Γεωργούλα, Μήτσο και Γιαννάκη, μόνο ο Γεωργούλας πείστηκε και δεν πήγε.
Όταν έφτασαν οι Σουσμάνηδες στην Άρτα, του έγινε θερμή υποδοχή από τον Βελή. Φιλοξενήθηκαν σε ένα αρχοντικό της πόλης με φαγοπότι και γλέντι. Την άλλη μέρα κίνησαν να βρουν τον Βελή στην Μητρόπολη, όπου τους έλαχε θερμή υποδοχή. Αφού πρώτα έγινε συζήτηση με γέλια και χαρές στο παλάτι της Μητρόπολης και ο Βελή πασάς ορκίστηκε πως θα συμβάλει στον πατέρα του να ξεχαστούν τα παλιά, τους είπε να κατέβουν στο ισόγειο για να ετοιμαστεί ο χώρος πάνω για το συμπόσιο. Πηγαίνοντας οι Σουσμάνηδες στο ισόγειο, αμέσως οι Δήμιοι χωρίς να χάσουν χρόνο, τους έριξαν θηλιές, τους τράβαγαν και τους τυραννούσαν μέχρι που ξεψύχησαν.
Την ίδια ώρα πάνω από το ισόγειο ο Βελή πασάς είχε γύφτους μουσικούς που έπαιζαν και χόρευαν και όπως λέει και ο Πουκεβίλ, όταν του ανήγγειλαν τον θάνατο ξεγυμνώθηκε και ο ίδιος, μπαίνοντας μεθυσμένος στο χορό. Κατόπιν διέταξε να τους κόψουν τα κεφάλια και να τα σερβίρουν σε επίχρυσους δίσκους, όπου άρχισε να φτύνει και να βρίζει τα κεφάλια. Συνένοχος στο έγκλημα ήταν και κάποιος Έλληνας με το όνομα Δέρμας, ο οποίος λιποθύμησε με όλα αυτά. Το γλέντι συνεχίστηκε ώσπου ο Βελή πασάς αποσύρθηκε με τις παλλακίδες του στον οντά του.
Πηγές κειμένου: 1. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Κράβαρα». 2. Πουκεβίλ. «Ταξίδι στην Ελλάδα, Άρτα». 3. Σεραφείμ Ξενόπουλος, «Ιστορικό Δοκίμιο…». 4. Βαρβάρα Παπαδοπούλου, «Η βυζαντινή Μονή Παναγίας Περιβλέπτου». 5. Γιάννης Τσούτσινος, «Ο λόφος της Μητρόπολης». 6. Λαμπρόπουλος, «Απόκαυκος».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ