Εχει τελικά ενδιαφέρον να αναζητά κανείς ημέρες εορτασμού διαφόρων επετείων στο ημερολόγιο. Κι αυτό διότι ανακαλύπτει πληροφορίες που ούτε καν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να βρει. Για παράδειγμα, το Σάββατο που μας πέρασε ήταν αφιερωμένο στην καταπολέμηση της διαφθοράς!
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, η 9η Δεκεμβρίου είναι ημέρα, αφιερωμένη στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, ενώ καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Διαφθοράς, όταν το 2003, τα μέλη της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ υπέγραψαν, τη «Συνθήκη κατά της Διαφθοράς». Σύμφωνα με την εν λόγω λοιπόν συνθήκη, ως διαφθορά ορίζεται η κατάχρηση εξουσίας, προς ίδιον όφελος, κατάχρηση η οποία συναντάται σε πολλούς διαφορετικούς τομείς της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων και η οποία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα. Η διαφθορά αποτελεί σταθερά, σημαντικό εμπόδιο προς την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, ενώ τα συχνότερα φαινόμενα, παρατηρούνται στις πιο αδύναμες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, όταν μια σταθερά εδραιωμένη οικονομική ελίτ, δρα με τέτοιους τρόπους, ώστε να διατηρεί την εξουσία της, εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων.
Τη διαφθορά μάχεται εδώ και χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο η μη κυβερνητική οργάνωση «Διεθνής Διαφάνεια», που έπεισε τον ΟΗΕ να υιοθετήσει σχετικές πρωτοβουλίες. Σύμφωνα με στοιχεία σχετικής έκθεσης της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2014, η Ελλάδα, τοποθετείται στην τελευταία θέση των κρατών-μελών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ιταλία. Αντίστοιχα, στοιχεία που συλλέγονται στα πλαίσια εθνικής έρευνας για τη διαφθορά στη χώρα μας, το 54% των ερωτηθέντων Ελλήνων, υποστηρίζει πως το επίπεδο διαφθοράς, τα 2 τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, είναι αυξημένο, με τα πολιτικά κόμματα να βρίσκονται στην κορυφή των πλέον διεφθαρμένων θεσμών στη χώρα, ενώ τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η Νομοθετική Εξουσία, καταλαμβάνουν τη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα. Τέλος, το 23% των ερωτηθέντων ανέφερε περιστατικά διαφθοράς στον το- μέα Υγείας που βίωσε προσωπικά κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, με καταγγελίες που αφορούν χρηματισμό ιατρικού προσωπικού. Ωστόσο το ποσοστό εκείνων που δηλώσαν πρόθυμοι να καταγγείλουν παρόμοια περιστατικά, φτάνει το 84%.
Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι, ως λαός, δεν εμπιστευόμαστε ιδιαίτερα τους πολιτικούς εκπροσώπους μας, αλλά και τις άλλες δύο μορφές εξουσίας, τόσο τη θεσμοθετημένη ως τέτοια, δηλαδή τη δικαστική, όσο και την άτυ- πα αναγνωρισμένη ως τέταρτη εξουσία, δηλαδή τη δημοσιογραφική. Παρόλα αυτά δεν παύουμε να εκλέγουμε ξανά και ξανά αυτούς τους οποίους δηλώνουμε ότι δεν εμπιστευόμαστε, ενώ καταφεύγουμε με το παραμικρό στα δικαστήρια. Εδώ πια πρόκειται είτε για σχιζοφρενική συμπεριφορά είτε για κάποιου είδους αντίφαση στο θυμικό των νεοελλήνων.
Επειδή δεν πιστεύω ότι ως λαός είμαστε σχιζοφρενείς, τολμώ να πω ότι τα αποτελέσματα της έρευνας αποτελούν μάλλον μια έκφραση της μόνιμης γκρίνιας των Ελλήνων για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους και προκαλείται από τους ίδιους ή τους συμπατριώτες τους, παρά μια ειλικρινή βούληση καταπολέμησης της διαφθοράς. Άλλωστε η διαφθορά, με τη μορφή της λεγόμενης «πατρωνίας» έχει βαθιές ρίζες στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα των Ελλήνων.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο, για αντικειμενικούς λόγους, οι Έλληνες δεν είχαν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν πολιτικά κόμματα. Υπήρχε όμως μια άλλη μορφή υποστήριξης των συμφερόντων τους, τα πελατειακά δίκτυα, στην οργάνωση των οποίων οδήγησαν οι εξής λόγοι: ο ανταγωνισμός μεταξύ προσώπων για την κατάληψη θέσεων εξουσίας, η ελλιπής παροχή προστασίας από μέρους της οθωμανικής διοίκησης προς τους υπηκόους της σε περιπτώσεις αυθαιρεσιών, η απουσία συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, πράγμα που δημιουργούσε διαρκή αίσθηση αβεβαιότητας στους ανθρώπους.
Οι παραπάνω λόγοι οδηγούσαν τους υπηκόους να καταφεύγουν σε μη κρατικούς φορείς, οι οποίοι θα τους παρείχαν τη στοιχειώδη ασφάλεια. Ο πρώτος φορέας ήταν η ευρύτερη οικογένεια. Κάθε οικογένεια συνδεόταν οριζόντια με άλλες οικογένειες και κάθετα με πάτρωνες-προστάτες και τις οικογένειές τους, που είχαν υψηλότερη κοινωνική θέση. Τα κατοπινά κόμματα δεν αποτελούν απλή μετεξέλιξη των δικτύων πατρωνίας. Όσο οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι, σε γενικές γραμμές τηρούσαν κοινή στάση απέναντι στον κατακτητή. Όταν άρχισε η εκδίωξη των Τούρκων, άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ των μέχρι τότε ομονοούντων. Το βασικότερο ζήτημα αφορούσε το ποιος και πώς θα διαχειριζόταν την εξουσία. Μια σειρά γεγονότων, που σχετίζονται με τη διαμόρφωση διαφορετικών απόψεων για το ζήτημα αυτό, οδήγησαν σ’ ένα προστάδιο διαμόρφωσης των πρώτων πολιτικών κομμάτων.
Από τότε και μέχρι σήμερα, τα κόμματα εξακολουθούν να αποτελούν (ανάλογα, βεβαίως, και με την εκάστοτε κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα) φορείς όχι τόσο έκφρασης της βούλησης των πολιτών, όσο σχήματα εξυπηρέτησης αναγκών μέσω ενός δικτύου προστασίας και πατρωνίας, το οποίο μπορεί να φαινόταν λογικό στο 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά στις μέρες μας χαρακτηρίζεται ως διαφθορά και δεν συνιστά στοιχείο ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αλλά, αντίθετα, στοιχείο παρακμής του.
Μπορούμε επομένως να καταλήξουμε σε κάποια βασικά συμπεράσματα για τη διαφθορά στην Ελλάδα. Καταρχάς, για τον κοινό νου είναι άλλο πράγμα η διαφθορά στα υψηλά στρώματα κι άλλο η γενικευμένη στην κοινωνία μικ- ροδιαφθορά, κάτι που δε μπορεί, όμως, να θεωρηθεί ορθό. Επίσης, αλλιώς ενοχλεί ηθικά η διαφθορά σε έναν καπιταλιστή κι αλλιώς σε ένα «σοσιαλιστή» ή «επαναστάτη» που διατυμπανίζει συνεχώς το ηθικό του πλεονέκτημα. Το κύριο πρόβλημα, λοιπόν, είναι να εξαλειφθεί το αντιπαραγωγικό μοντέλο που κυριάρχησε στην ελληνική κοινωνία, απόρροια των προεπαναστατικών συντεχνιακών δομών. Υπάρχουν διεφθαρμένοι επειδή έχουν τη δυνατότητα, διότι δεν υπάρχουν θεσμοί να το αποτρέπουν. Δεν υπάρχουν θεσμοί, επειδή το κράτος είναι πελατειακό, επειδή η κοινωνία είναι κατακερματισμένη και συντεχνιακή χωρίς συλλογικό όραμα.
Άρα, αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά, θα πρέπει να διαμορφώσουμε θεσμούς που να μην της επιτρέπουν να αναπτυχθεί, τουτέστιν θα πρέπει να γίνουμε επιτέλους χώρα με κράτος δικαίου και νόμους που θα εφαρμόζονται χωρίς «παραθυράκια». Είμαστε όμως σίγουροι, ως λαός, ότι το θέλουμε όλοι αυτό;