Υπάρχουν άνθρωποι που στην πορεία του χρόνου ξεχώρισαν και έγιναν μνημεία. Άνθρωποι που δεν γεννήθηκαν μόνο και μόνο για να πεθάνουν. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και ο πατριώτης Ιωάννης Τσαμάκος, με καταγωγή από τον Καταρράκτη.
Γεννήθηκε το 1874 και «έφυγε» το 1969. Είναι ο πρόδρομος της Ελληνικής ορειβασίας, πεζοπορίας και χειμερινής κολύμβησης. Οι κοινωνικές του δράσεις υπήρξαν σπουδαίες. Δημιούργησε και εμπλούτισε, με δικές του αποκλειστικά δυνάμεις, τέσσερις βιβλιοθήκες σε αντίστοιχα χωριά των Κεντρικών Τζουμέρκων. Ήτοι, τον Καταρράκτη, το Δίστρατο (στη μνήμη του στρατηγού αδελφού του), τα Άγναντα και το Γραικικό. Τις αγαπούσε σαν παιδιά του και παθιασμένα, σε όλη του τη ζωή, μάζευε βιβλία γι’ αυτές. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Επέλεγε πάντοτε -όπως αναφέρεται- τους εργαζόμενους με κριτήρια καταγωγής, δηλαδή από την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Είχα την τύχη στα παιδικά μου χρόνια να τον δω από κοντά δύο φορές. Ήταν ένας ορειχάλκινος, ξερακιανός με βαθιές ρυτίδες, ψηλός σαν στοιχειό, με μουστάκι και πάλλευκη κεφαλή. Καλοσυνάτος, ομιλητικός, διαχυτικός και προστατευτικός με τα παιδιά. Πολύ αργότερα έμαθα περισσότερα γι’ αυτόν τον γιγάντιο Πάνα των Ελληνικών βουνών.
Αρκετοί Τζουμερκιώτες από τη ζώσα μνήμη τους έχουν πολλά να διηγηθούν για τον γέρο-Τσαμάκο (έτσι τον αποκαλούσαν). Τον περιγράφουν σαν έναν δικό τους άνθρωπο, θερμό πατριώτη, εγγράμματο, απλό, ταπεινό, με επιβλητική παρουσία και με υπέρμετρες για τους ανθρώπους δυνάμεις, που περιφρονούσαν το φορτίο του χρόνου. Ακόμα, τον χαρακτηρίζουν ανυπότακτο, Άγιο των βουνών, σκληροτράχηλο, αλλά και ευαίσθητο. Χαριτολογώντας, κάποιος συγγενής του μου είπε ότι κουβαλούσε οξυγόνο από όλα τα Ελληνικά βουνά και το απελευθέρωνε στους πρόποδες των Τζουμέρκων…
Τον κέρδισε η ορειβασία από την ηλικία των οκτώ ετών. Του έγινε έρωτας το βουνό, του έδειχνε κατεύθυνση και ήταν μια στάση ζωής μέχρι προχωρημένης ηλικίας. Ολομόναχος, χωρίς να υπολογίζει κινδύνους, με ένα σακίδιο στην πλάτη γεμάτο με όλες του τις αλήθειες. Έμπαινε στον δικό του παράδεισο, απ’ όπου κάποιες σειρήνες τον καλούσαν. Τότε η ορειβασία με τη σημερινή της μορφή δεν υπήρχε. Μέσα σε αξημέρωτες νύχτες, σε δροσερές χαραυγές, σε βροχερές συνελεύσεις, σε αντάρες, πότε με κανονικές ανάσες και πότε με κουρασμένες που έσβηναν στους παγωμένους αέρηδες, γέμιζε το ημερολόγιο των Ορέων. Χανόταν μέσα στα έλατα και τα εκτεταμένα σκιερά δάση πριν πάρει το μονοπάτι για τις κορφές.
Εμπιστευόταν το αρχαιότερο μεταφορικό μέσον: τα γερά του πόδια και τα ατσάλινα γόνατα. Οι πολύωρες αναβάσεις ήταν ένα διασκεδαστικό παιγνίδι γι’ αυτόν και η κάθε μία ένα ευρύτερο ταξίδι ζωής. Το βουνό έμπαινε μέσα του, ενωνόταν μαζί του και βίωνε τις προκλήσεις της ελευθερίας και της αθανασίας χωρίς όρια. Τα πέπλα των σύννεφων συντηρούσαν το μύθο του· κι ο γέρο Τσαμάκος από κάτω, μέσα σε οροπέδια της απλωσιάς, σε ράχες κοφτές, σε γυμνές πλαγιές, σε ομαλές χαραδρώσεις, σε πέτρινες οροσειρές, σε λιθοσωρούς, σε αετοφωλιές και σε ανήλια περάσματα.
Ήθελε να αγναντεύει από τους βραχώδεις εξώστες τούς ορίζοντες που σαν κύματα περνούσαν από τα μάτια του. Εκεί ησύχαζε, γαλήνευε και έμπαινε σε διαρκείς διαλόγους μαζί τους. Συχνά τον στεφάνωνε και η επτάχρωμη αψίδα του ουράνιου τόξου. Έγερνε ο Ήλιος-Θεός του με σπουδή και αυτόν τον εύρισκε πολλές φορές στα ψηλώματα. Έπρεπε τότε να αναζητήσει κανένα παλιόσπιτο, κανένα μαντρί ή κανέναν μεγάλο κοίλο βράχο για καταφύγιο και για ανάσες. Οι αναζητήσεις και οι περιπλανήσεις του στις κορυφές των κορυφών έλαβαν τέλος κοντά στα ενενήντα του, γιατί καμιά Θεότητα δεν μπόρεσε να αποτρέψει το γήρας, τη φθορά και τον θάνατο.
Όλοι οι ορειβατικοί σύλλογοι της χώρας μας τον έχουν τιμητικά εγγεγραμμένο σαν το πιο εκλεκτό επίτιμο μέλος τους. Πλάκα με το όνομά του υπάρχει σε κορυφή των Τζουμέρκων. Ο δήμος προς τιμή του στο δημοτικό καταφύγιο του Καταρράκτη έδωσε το όνομά του. Επίσης, ο πολιτιστικός σύλλογος Καταρρακτιωτών μετονομάστηκε σε Ιωάννης Τσαμάκος.
Ο πρωτοπόρος ωραίος ορειβάτης και Έλληνας μπήκε οδοιπορώντας στις τοπικές και τις εθνικές βιβλιοθήκες. Θα δίνει φως στη φαγωμένη απ’ τον χρόνο ώχρα και θα τη γλυκαίνει. Η εικόνα των παλιών ανθρώπων όλο και θα απομακρύνεται. Αυτό που θα μένει είναι μια φωτογραφία ως πληροφορία και κάποια γραπτά. Ο οριστικός θάνατος και η ανυπαρξία έρχεται με την απώλεια της μνήμης. Ας συντηρήσουμε όσο μπορούμε τις μνήμες αυτών των ξεχωριστών ανθρώπων.