Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, Αμφιβολίες τρελές.
Εδώ και δεκαετίες ζούμε μέσα σε μια διαρκή μόδα για Αμερικάνικες ταινίες. Κάθε είδους ταινίες. Και ειδικά στην τηλεόραση, ταινίες φτηνές. Φτηνές όχι μόνο στο κόστος δημιουργίας, αλλά κυρίως φτηνές σε τέχνη και νοήματα. Και αν αφαιρέσουμε τις αισθηματικές, σε όλες τις υπόλοιπες υπάρχει απλά ένας σωτήρας που σώζει τον κόσμο. Άλλες φορές είναι ο James Bond, άλλες ο Ethan Hunt και άλλες ο Jean-Claude Van Damme. Κι αυτό αποτελεί την κοινή μας εκπαίδευση.
Επίσης, κοινή μας εκπαίδευση είναι ότι ο πρώτος τα παίρνει όλα και ο δεύτερος τίποτα. Δεν υπάρχει καν αναφορά στον τρίτο. Η ιδιοκτησία είναι ιερή. Ταυτίζεται με τον θεσμό της οικογένειας. Η οικογένεια πρέπει να έχει ένα σταθερό γεωγραφικό σημείο αναφοράς. Χωρίς αυτό δεν είναι κανονική οικογένεια. Κι αν τυχόν υπάρξει απειλή, ο πρωταγωνιστής βγαίνει στην είσοδο με μία καραμπίνα ανά χείρας και φωνάζει «Get out of my property” (βγες έξω από την ιδιοκτησία μου).
Πάντα είχα την απορία, γιατί η τηλεόρασή μας έχει πλημμυρίσει με αμερικάνικες ταινίες και είναι ελάχιστες οι ευρωπαϊκές. Αρχικά σκέφτηκα ότι είναι θέμα κόστους. Στη συνέχεια έγινε φανερό ότι ήταν και θέμα κουλτούρας. Όχι δικής μας κουλτούρας. Αλλά αμερικάνικης κουλτούρας. Οι Αμερικάνοι είχαν και έχουν την ικανότητα να παράγουν πολύ περισσότερα σκ- ουπίδια, απ’ ότι όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Και υλικά σκουπίδια (πλαστικά, μόλυνση περιβάλλοντος) και πνευματικά σκουπίδια.
Κι εμείς έχουμε επιλέξει να εκπαιδευτούμε και να κάνουμε δική μας κουλτούρα τέτοια σκουπίδια. Κι όταν μία στις τόσες βρεθεί στον δρόμο μας κάποια ευρωπαϊκή ταινία, όπως «η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι, ή «σινεμά ο Παράδεισος» του Τορνατόρε, φωνάζουμε «αριστούργημα». Φυσικό είναι. Μπροστά στα χρό- νια κατανάλωσης σκουπιδιών από τον καναπέ, αυτές οι ταινίες είναι αριστουργήματα. Και ως αριστουργήματα τις αντιμετωπίζουμε και στις ζωές μας. Δηλαδή, δεν είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Δεν είναι μέρος της κουλτούρας μας. Είναι κάτι το διαφορετικό, το σπάνιο, που το βλέπουμε από μακριά. Το θαυμάζουμε, αλλά δεν το ακολουθούμε.
Μια τέτοια ταινία είναι η τελευταία ταινία του Ken Loach (Κεν Λόουτς), με τίτλο «The old Oak» (η γέρικη βελανιδιά). Η ταινία πραγματεύεται την άφιξη ενός πούλμαν με Σύριους πρόσφυγες σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, όπου οι περισσότεροι ντόπιοι εγκαταλείπουν το μέρος, καθώς τα ορυχεία στα οποία δούλευαν κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Η ταινία απλή, ρεαλιστική, χωρίς κρυμμένα νοήματα, μας λέει ό,τι θέλει να μας πει μπροστά στα μούτρα μας.
Και μας λέει κάτι που ήδη έπρεπε να γνωρίζουμε από τις γιαγιάδες μας και τους παππούδες μας. Ότι το μόνο που μπορεί να σώσει τον κόσμο σήμερα είναι η αλληλεγγύη. Δεν έχει καμία σημασία αν είσαι ιθαγενής ή πρόσφυγας, αν είσαι άντρας ή γυναίκα, πλούσιος ή φτωχός. Όλοι έχουν κάποια ανάγκη που δεν μπορούν να αγοράσουν. Κι αυτή η ανάγκη «πληρώνεται» μόνο με την αλληλεγγύη.
Όπως τότε που οι γιαγιάδες μας, πήγαιναν ένα πιάτο φαΐ στην άρρωστη γειτόνισσα. Και οι παππούδες μας βοηθούσαν στο μάζεμα της ελιάς του γείτονα. Γιατί όπως έλεγαν τότε: «Όπου χρειάζονται χέρια, η βοήθεια με τα λόγια δεν έχει κανένα αποτέλεσμα». Και η αλληλεγγύη δεν μπορεί να είναι απρόσωπη, όπως έχει καταντήσει στις μέρες μας. Γιατί το σπουδαιότερο και τότε και σήμερα, δεν είναι το φαγητό που είναι μέσα στο πιάτο, αλλά το υποκείμενο που φέρνει το πιάτο. Προφανώς και δεν πρέπει να σταματήσουν οι απρόσωπες προσφορές μας, ειδικά τέτοιες ημέρες, μέσα από δίκτυα βοήθειας ευάλωτων συνανθρώπων μας. Αλλά αυτή η απρόσωπη βοήθεια δεν είναι κανενός είδους συγχωροχάρτι, ούτε είναι ικανή να σβήσει όλες τις ενοχές μας. Ταυτόχρονα, πρέπει να μας απασχολεί η προσωπική προσφορά αλληλεγγύης. Μία πρόσκληση σε γεύμα του παππού και της γιαγιάς μας, προσφέρει πολλά περισσότερα από το να τους πλήρωνες τις διακοπές τους στο εξωτερικό.
Στο κάτω – κάτω για να σβήσεις τις όποιες Αμφιβολίες πολλές, Αμφιβολίες τρελές, μπορεί να έχεις ακόμα, δες το και από την ιατρική πλευρά: «Μια καλή άσκηση για την καρδιά είναι να σκύψεις και να βοηθήσεις κάποιον να σηκωθεί».
Ένοχος, υπεράνω πάσης Αμφιβολίας