Μαγευτικές εικόνες από το μεγαλείο της Ελληνικής φύσης μάς ζώνουν από παντού. Το τοπίο με την ασημί φορεσιά κυματίζει σε λόφους και προσήλια. Ο φυσικός πλούτος της χώρας μας είναι στο στάδιο της ωρίμανσης. Η πολύκαρπη ευλογία στάζει λάδι και προκοπή.
Ο λόγος προφανώς για την ελιά, την περίσσια χάρη της Μεσογειακής γης. Θα επιχειρήσω να αναδείξω το κοντράστ μιας άλλης εποχής και να το εντάξω στον σημερινό τεχνολογικό πολιτισμό και στα νεωτερικά ήθη. Θα ακουμπήσω κάποιες ηρωίδες γυναίκες, που αποτελούν σύμβολα και πρωτεργάτες της εντατικής γεωργίας.
Ο Νοέμβρης και ο Δεκέμβρης είναι οι μήνες του μαζέματος. Η πορεία των ανθρώπων και οι σχέσεις τους αναπτύσσονται ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ρόλο κυρίαρχο, πέραν της οικογένειας, είχε η γειτόνισσα, η συγγενής, η κουμπάρα, η χωριανή με κάποιες παρακαλιές. Όλες έπρεπε να είναι άξιες, μαθημένες στη σκληρή δουλειά και χωρίς βοηθητικά μέσα. Η μονοκαλλιέργεια στον ημιορεινό όγκο ήταν ολοκληρωτική, οπότε η απαντοχή για καλή χρονιά μεγάλη. Η μοίρα των κατοίκων, στο χέρι του Θεού και του καιρού. Με τη μικρή αυτή παραγωγή έπρεπε να κλείσουν πολλά βερεσέδια, αλλά και να επιβιώσει η φαμιλιά.
Άνθρωποι και παραδόσεις στέριωσαν στη μνήμη μας για τα καλά. Κουβαλούμε μέσα μας τις Άγιες μανάδες και γιαγιάδες μας. Ένας ωραίος, γλυκός, αλλά και πονεμένος κόσμος που πέρασε και «έφυγε». Νύχτα σε νύχτα η δουλειά με ίδιες όλες τις ημέρες του χρόνου. Κυριακές και γιορτές δεν γνώριζαν και το σταυρό τους τον έκαναν πάνω στην ελιά σαν χτυπούσε η καμπάνα. Λίγο νερό στο παγούρι και το ψωμί με το προσφάι στον ντορβά. Η κουλούρα σταχτωμένη και η σαρακοστή παρούσα.
Το χάραμα έπρεπε να βιαστούν και να κόψουν δρόμο για να φτάσουν νωρίς στο λιοτόπι. Τα μεταφορικά μέσα ήταν είδος πολυτέλειας. Μεγάλη η χαρά τους όταν απαλά κολυμπούσαν στις πρωινές δροσιές και τις χειμωνιάτικες λιακάδες. Οι νεροποντές και το μούσκεμα ήταν μια δοκιμασία χωρίς έλεος. Όλες μαντηλοφορούσες με ρούχα παλιά και χιλιομπαλωμένα. Κι οι γιαγιάδες μονίμως μαυροντυμένες, χωρίς να τους ζητά κανείς τον λόγο που το έκαναν αυτό. Παγωμένα τα χέρια και τα πόδια μέχρι να «βράσει» για να κυλήσει το αίμα.
Για πότε έφταναν, ούτε που το καταλάβαιναν. Πότε σκυμμένες στο χώμα να μαζέψουν τον πεσμένο καρπό που έλαμπε και πότε ανεβασμένες στα ξέκλωνα. Έπρεπε σβέλτα η ποδιά να γεμίσει και με τη σειρά του το σακί. Την κούραση και τον πόνο τον έδεναν κουβάρι και η ολοήμερη προσωπική μοναξιά πάλευε με τις αντοχές. Τα αισθήματα με κλειδαριές ασφαλείας και η ανάγκη, κάτι να ζεστάνει την καρδιά, μεγάλη. Ατύχησαν να γεννηθούν σε εποχές φτώχιας, καταπίεσης και με τους άνδρες αφέντες… Πού και πού έπιαναν κανένα τραγούδι για προσωρινή λύτρωση. Τότε ήταν που έτριζαν τα «πλάγια» και μια ευφορία απλωνόταν στο λιοτόπι. Μέχρι και ο Θεός άκουγε από πάνω και χαμογελούσε ευχαριστημένος. Και πάλι δουλειά και βουβή ερημιά.
Τα βασανισμένα τους κορμιά, φορτωμένα με στερήσεις, έπρεπε να ξεφορτώσουν όλο τον καρπό και κανένα κλωνί να μην πάει χαμένο γιατί, όπως έλεγαν, ήταν αμαρτία. Πως και πως περίμεναν να έρθει το μεσημεράκι όπου θα στρωνόταν η «τραπεζαρία» κατάχαμα… Συγχρόνως θα κοβόταν και η μέρα στη μέση. Κοντά στο δείλι βάραιναν αφόρητα χέρια, πόδια και κορμί. Ο ελαιώνας έπρεπε να μείνει για κάποιες ώρες στη γαλήνη του. Πάλι η ομάδα εργασίας – με σημερινούς όρους – θα βιαζόταν να πάρει το δρόμο της επιστροφής, έτσι ώστε να μην τις βρει το λαμπρό αστέρι στο δρόμο.
Στο φτωχόσπιτο που θα έφτανε σούρουπο η ξεθεωμένη μάνα, έπρεπε με τη χρήση μιας λάμπας πετρελαίου να προλάβει όλα τα συγύρια που έμειναν πίσω: να ανάψει τη φωτιά στη γωνιά, να ακουμπήσει την πυροστιά για να βράσει το φαγητό, να πλύνει, να ζυμώσει και τόσα άλλα. Ούτε λόγος να γείρει λίγο για ξεκούραση. Όσο για το διάβασμα των παιδιών, ό,τι μάθαιναν από τον δάσκαλο στο σχολειό. Κι αν τύχαινε και κανένας μουσαφίρης, άστα να πάνε…
Θέλω να πιστεύω ότι και οι αιωνόβιοι κορμοί της γέρικης ελιάς αποκρυπτογραφούν σήμερα όλα αυτά τα μηνύματα της μνήμης της. Στις καρπερές κοιλιές που σκόρπισαν παιδιά – σπορά στο απέραντο χωράφι του κόσμου, η γενιά μας τους οφείλει έναν μεγάλο σεβασμό και άπειρη ευγνωμοσύνη.