Διάλειμμα. Με το βλέμμα μου «σκανάρω» την αυλή του σχολείου για να εντοπίσω τον Οδυσσέα. Αδύνατον. Δεν ξεχωρίζω το γιό μου!
Σχεδόν όλα τα παιδιά του Λυκείου φορούν μαύρες μπλούζες με στάμπες συγκροτημάτων, παντελόνια τζιν ή cargo, ακριβά αθλητικά παπούτσια και είναι κουρεμένα με κοντό μαλλί… Ξαφνιάζομαι. Μα όχι. Η γενιά μου – κορίτσια και αγόρια – είχε το δικό της dress cod. Αμπέχονο του στρατού ή μακρύ παλτό του παππού…
Είναι η φάση λέω και συνεχίζω το δρόμο μου. Εξάλλου, όπως περιγράφεται αρμοδίως: «Ο Οδυσσέας είναι ένας συμπαθητικός έφηβος, με φροντισμένη εμφάνιση, τυπική για την ηλικία του». Δεν πρέπει να διαφέρει από τα άλλα παιδιά γιατί μπροστά του εκτός από τις αφρισμένες θάλασσες, έχει τώρα να αντιμετωπίσει την «Κλίνη του Προκρούστη». Η διαφορετικότητα τρομάζει, απωθεί. Και στριμώχνει τη ζωή.
Αλλά πάλι, συλλογίζομαι πως αυτά τα παιδιά θα χαράξουν τη δική τους ταυτότητα; Με ποιους χαρακτήρες και τι υλικό; Κοινωνικά αναγκαίο «το αίσθημα του ανήκειν», αλλά πώς ξεχωρίζει κάποιος από τη μάζα; «Πώς όλοι, γίνονται εγώ», καλέ μου Ρασούλη; Κάποια παιδιά δεν αρκούνται στο «τσιπάκι» της αστυνομικής ταυτότητας ούτε υποκύπτουν στη σαγήνη της άμιλλας… Δεν έχουν άλλωστε και πολλές τροχιοδεικτικές κοινωνικές προσλαμβάνουσες.
Η γενιά μου – οι σημερινοί πατεράδες – τους κληροδοτούμε μια διεστραμμένη ιστορία, όπου ανακατεύονται προδομένες επαναστάσεις και τρελαμένες τεχνολογίες, ληγμένοι θεοί και ξοφλημένες ιδεολογίες. Μια παρακαταθήκη, όπου μέτριες ηγεσίες καταστρέφουν τα πάντα δίχως να μπορούν να εμπνεύσουν κανέναν. Μια διαρκής κατηφόρα, όπου η νοημοσύνη ταπεινώνεται…
Παίζοντας το δικαστή – που λέει ο Μαχαιρίτσας – νουθετώ τον Οδυσσέα με το απλανές βλέμμα του ότι: «Αυτή η γενιά – υπερβαίνοντας τις αρνήσεις της – οφείλει να αποκαταστήσει έστω κάτι από την αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου». Ένα τραγούδι των Iron Maiden, Nirvana, Metallica, Guns N’ Roses – των συγκροτημάτων δηλαδή, που είναι τυπωμένα στις μαύρες μπλούζες τους – δεν φτάνει για να εκφράσει αυτό που νιώθει μια ολόκληρη γενιά.
Τα παιδιά της αυλής του Λυκείου ακούν όλο τα ίδια, αλλά δεν τραγουδούν με μια φωνή. Καθένα σιγομουρμουρίζει το δικό του τραγούδι. Καθένα υπομένει μόνο του βουβά και πίσω από την κλειστή πόρτα του σπιτιού του, την υπαρξιακή αγωνία του. Χωρίς να μπορούν να το εκφράσουν ίσως ακόμα και να το κατανοήσουν, αρνούνται το τσαλαπάτημα, τη συντριβή, την ανέχεια, το λαβωμένο δίκιο τους…
Και κάποτε έρχονται τα ξεσπάσματα. Βίαια ό,τι βλέπουν γύρω τους. Κάποια άλλα φεύγουν και χάνονται, ξορκίζοντας την ιδέα ότι και αυτά θα γεννήσουν τα δικά τους παιδιά σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο. Και έτσι οι γονείς χάνουν τα παιδιά τους και η χώρα τον ανθό της… Άλλα πάλι, ζουν την αυταπάτη της κάλπικης αυτονομίας τους. Κολυμπούν στην ίδια θάλασσα απελπισμένων, κάνοντας τα πάντα για να κρατηθούν στον «αφρό».
Και όλα μαζί χλευάζουν – δυστυχώς μόνο χλευάζουν – αυτούς που φωνάζουν από τα μπαλκόνια ότι η σημερινή φτώχεια θα φέρει τα μελλοντικά πλούτη τους. Και έτσι αρνούνται να πάρουν μέρος σε μια κούρσα, όπου θα κερδίσουν τάχα τα καλύτερα άλογα.
Όπως και στα σχολειά τους, τα άλογα της κούρσας δεν μιλούν μεταξύ τους. Δεν κοιτάζουν καν το διπλανό τους. Μόνο τρέχουν μπροστά, όπως προστάζει το μαστίγιο. Άλλα πέφτουν και κάποια κουτσαίνονται για πάντα. Ένα μονάχα θα νικήσει, μα ξέρουν ότι ο πραγματικός νικητής είναι πάντα ο καβαλάρης…
Εμπρός Οδυσσέα. Τώρα που ποντίστηκε η Ιθάκη, μόνο το ταξίδι μένει! Εμπρός Οδυσσέα…
* Ο Κώστας Παπαθεοδώρου είναι δημοσιογράφος