Την Πέμπτη, 30 Νοεμβρίου, έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Βασιλικός, ο οποίος, βάσει των δεδομένων της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι ένας από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς. Το βιβλίο του με τίτλο Ζ που εκδόθηκε το 1966 και που αναφέρεται στα γεγονότα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με τον ίδιο τίτλο, σε σκηνοθεσία Κώστα Γαβρά, με τον Υβ Μοντάν στο ρόλο του Λαμπράκη και τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν στο ρόλο του ανακριτή Σαρτζετάκη, αποσπώντας διεθνή βραβεία.
Ο Βασιλικός γεννήθηκε το 1933 στην Καβάλα και σπούδασε Νομικά στη Θεσσαλονίκη (ΑΠΘ) και σκηνοθεσία τηλεόρασης στη δραματική σχολή του πανεπιστημίου Γέηλ των ΗΠΑ. Ήταν παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και είχε μία κόρη. Από το 1967 μέχρι το 1994 έζησε και εργάστηκε στο εξωτερικό (Ιταλία, Γαλλία, ΗΠΑ, τα πρώτα 7 χρόνια εξόριστος από τη χούντα), με ένα τριετές διάλειμμα (1981-1984), κατά το οποίο ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ.
Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ξένες παραγωγές, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, σεναριογράφος, επιμελητής σεναρίων, δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην ΟΥΝΕΣΚΟ από το 1996 έως το 2004.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ήταν αντιπρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ. Ήταν βουλευτής Επικρατείας του Συ.Ριζ.Α.-Π.Σ. από το 2019 μέχρι το 2023. Μακρύς ο κατάλογος με τις τιμητικές διακρίσεις που έχει λάβει για το έργο και τη δράση του (Διεθνές βραβείο Meditteraneo, Ταξιάρχης Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας, μέλος του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων και των Γάλλων συγγραφέων-Maison des Ecriva- ins, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας κά).
Σημαντικοί σταθμοί της συγγραφικής του πορείας θεωρούνται οι αλληγορικές αφηγήσεις της τριλογίας «Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα», όπου, με αφηγηματική μαεστρία και κριτική διάθεση, μεταφέρει τον αέρα ανατροπής που ευαγγελίζεται η νέα γενιά του 1960, το μυθιστόρημα Ζ, «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» (1966), και η μυθιστορηματική βιογραφία «Γλαύκος Θρασάκης» (1990), μια αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένη μυθοπλασία που μας προ(σ)καλεί να στοχαστούμε την καλλιτεχνική δημιουργία. Το 2021 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η Μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα».
Ο Θεοδόσης Μίχος, στην ιστοσελίδα «The Magazine», όπως παρουσιάζεται στην σελίδα news247, παραθέτει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό, που καταδεικνύουν το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του μεγάλου αυτού συγγραφέα. Ενδεικτικά παρουσιάζονται μερικά από αυτά: «Σε δυο μέρες πληθώρα τηλεγραφημάτων, από τους τριάντα τρεις εκδότες μου του Ζ, μου ζητούσαν το καινούργιο Ζ, για τον Παναγούλη. Με πλήρωναν προκαταβολικά όσα λεφτά ήθελα. Ο λόγος που τους έπιασε αυτό το αμόκ ήταν ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο στη Le Monde, τη γαλλική εφημερίδα, δείχνοντας ένα Mirafiori να ντεραπάρει και τα λάστιχα να γράφουν στην άσφαλτο ένα ζιγκ ζαγκ στο σχήμα του Ζ.
Το σκίτσο, με την επιτυχημένη αναφορά στην υπόθεση Λαμπράκη, έκανε τον γύρο του κόσμου. Και οι εκδότες ξύπνησαν από τον λήθαργό τους εκλιπαρώντας με, με τέλεξ και τη- λεγραφήματα, για το Ράμπο Νο 2. Μπορούσα να εκμεταλλευτώ την περίσταση, να γεμίσω τις τσέπες μου λεφτά και να τους δώσω μια πατάτα στο πιάτο, με σάλτσα Μπάλτσα. Δεν το έκανα. Τους αρνήθηκα κατηγορηματικά. Ήμουν πολύ κοντά στον Αλέκο, για να τον δω σαν θέμα βιβλίου.
Τον Λαμπράκη ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει. Τους ανθρώπους σου, που αγαπάς, δεν τους σκέφτεσαι σαν κείμενο». «Μόνο μια τέχνη, ένα επάγγελμα δεν μπορεί να ξεφύγει του καημού του: το συγγραφικό. Διότι σε αυτό αναπαράγεται η ζωή, κι έτσι λησμονιά εύκολα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και πολλοί συγγραφείς καταφεύγουν σε ξεδόματα ουτιδανά, για να μπορούν να αναπνεύσουν. Κάνουν τον κηπουρό, τον μάγειρα, τον ταξιδευτή, τον εξερευνητή κοραλλιών, τον ψαροτουφεκά. […] Η μόνη φυγή από την κόλαση της γραφής είναι εντέλει ο ύπνος. Μα κι αυτός δεν είναι πάντα εύκολος».
Το 2010 είχα τη χαρά και την τιμή, μετά από πρόσκληση του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη να συμπαρουσιάσω την επανέκδοση του βιβλίου του «Ο Μονάρχης», από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, εδώ στην Άρτα. Με την ευκαιρία αυτή, μπόρεσα να απολαύσω λίγες ώρες συναναστροφής μαζί του, παρέα με το Γιώργη μου και κάποιους εκλεκτούς φίλους. Η εμπειρία ήταν μοναδική. Ο Βασιλικός είχε την απλότητα που έχουν όσοι είναι «γεμάτοι» από εμπειρίες, έχουν συναίσθηση της αξίας τους και δεν περιμένουν να αυτοεπιβεβαιωθούν από την κολακεία ή την αυτοπροβολή.
Δε θα ξεχάσω ποτέ πώς ο άνθρωπος αυτός (που είχε δειπνήσει με παγκόσμιας εμβέλειας προσωπικότητες) αφιέρωσε αρκετά λεπτά της ώρας για να κουβεντιάσει με το Γιώργη μου (10 χρονών τότε), να τον ρωτήσει για τα ενδιαφέροντά του και να του δείξει πώς τρώνε στην Ιταλία τη μακαρονάδα. Όσοι βρεθήκαμε μαζί του ακούσαμε ιστορίες από τη (μυθιστορηματικών διαστάσεων) ζωή του, για τον Αλέκο Παναγούλη (και τη σχέση του με τη Οριάνα Φαλάτσι), για την προσπάθεια ανάδειξης της ελληνικής μυθοπλασίας στην ΕΡΤ (και τις άνωθεν παρεμβάσεις με ξενικές υποδείξεις), για το Ζ και τη σχέση του με τους συντελεστές της ταινίας του Κώστα Γαβρά (με έμφαση στην επιμονή στη λεπτομέρεια του Υβ Μοντάν).
Περισσότερο απ’ όλα, όμως, διαφαινόταν μια αμείωτη αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του, μια ανησυχία για τα τεκταινόμενα στη χώρα εκείνη την περίοδο (ας θυμηθούμε λίγο τις συζητήσεις για το ΔΝΤ, στον Στρος-Καν, τον οποίο, παρεμπιπτόντως ο Βασιλικός γνώριζε, τη φημολογία κ.λπ.), καθώς και μια πίστη στη δυνατότητα του Έλληνα να τα καταφέρνει ενάντια στις οποιεσδήποτε αντιξοότητες.
Με το θάνατο του Βασίλη Βασιλικού η Ελλάδα χάνει μια ακόμα από τις προσωπικότητες εκείνες που την καθιστούσαν γνωστή και υπολογίσιμη στο διεθνές στερέωμα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάζει.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ