Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, Αμφιβολίες τρελές.
Κάθε φορά που χτυπά πένθιμα η καμπάνα (εκτός Μεγάλης Εβδομάδας) όλοι καταλαβαίνουμε ότι κάποιος ξεκίνησε το τελευταίο ταξίδι του.
Είτε πιστεύουμε σε κάποια θρησκεία, είτε όχι, την ώρα της κηδείας σταματά ο χρόνος. Για όλους μας, όχι μόνο για τον νεκρό. Σταματούν οι διασκεδάσεις, οι ασχολίες, οι δουλειές μας για να αποχαι- ρετήσουμε τον συνάνθρωπό μας. Με τον όρο κηδεία ονομάζεται το σύνολο εκείνο των φροντίδων και τελετών, που γίνονται μετά τον θάνατο κάποιου, από την οικογένεια και την κοινότητά του. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι» που σημαίνει στη νεοελληνική φροντίζω, επιμελούμαι.
Η έννοια της κηδείας είναι πανάρχαια. Μάλιστα, ήδη από την εποχή του Κυκλαδικού πολιτισμού γύρω στο 3000 πΧ, οι Έλληνες εφάρ- μοζαν τον ενταφιασμό ως πρακτική κήδευσης. Εδώ και 5000 χρόνια η ταφή των νεκρών στην Ελλάδα είναι θρησκευτικό καθήκον των οικείων τους και προβλέπεται από το νόμο. Η αμέλεια από τους οικείους, θεωρείται βαρύ έγκλημα στον ηθικό χαρακτήρα του νεκρού.
Ειδικότερα, η συγκέντρωση και η ταφή των νεκρών πολεμιστών μετά από μάχη αποτελούσε σημαντικό μέρος της αρχαίας Ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης και θεωρούνταν απαραίτητη για την τιμή και τη μνήμη των πεσόντων πολεμιστών, η οποία επιβάλλεται από θρησ- κευτική ανάγκη και όχι μόνο για λόγους υγιεινής. Αρκεί απλώς ένα ράντισμα του νεκρού με χώμα, ώστε να εξευμενισθεί και να μη γίνει ον που επιτίθεται και τιμωρεί. Αυτό το καθήκον επιτελεί η Αντιγόνη στο νεκρό σώμα του αδερφού της Πολυνείκη και αψηφά τη θανατική ποινή που της επιβάλλει ο Κρέων (Σοφοκλέους, Αντιγόνη).
Σε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της αρχαίας Ελληνικής ποίησης, ο Πρίαμος υπογραμμίζει ότι ο διασυρμός του νεκρού, που τον σέρνουν ατιμωτικά οι εχθροί του είναι χειρότερος ακόμα και από τον ίδιο τον θάνατο. Ο γέρος Πρίαμος που έχει δει με τα μάτια του να σκοτώνουν τον γιό του και να τον σέρνουν με άρμα γύρω από τα τείχη της Τροίας, με τη βοήθεια του Ερμή φτάνει μετά το δείπνο στη σκηνή του Αχιλλέα και γονατίζει μπροστά του. Ζητά από τον Αχιλλέα να σεβαστεί τους θεούς και να λυπηθεί ένα γέρο που έχει φτάσει στο έσχατο σημείο απελπισίας: να ικετεύει τον φονιά του ίδιου του παιδιού του. Ο Αχιλλέας, συγκινημένος, θαυμάζει την καρτερία και την ψυχική δύναμη του γέρου βασιλιά που ήρθε να ικετέψει τον φονιά του παιδιού του (σίδερο έχ’ η καρδιά σου, ώ γέρε), δέχεται τα λύτρα για να αποδώσει τον Έκτορα, δίνοντας εντολή να περιποιηθούν το νεκρό σώμα του, πριν το παρουσιάσουν στον Πρίαμο. Στο τέλος, ο ίδιος ο Αχιλλέας ρωτά, πόσες ημέρες να διαρκέσει η ανακωχή. Ο Πρίαμος θέλει έντεκα ημέρες για τον θρήνο και την ταφή του Έκτορα. Την δωδέκατη μπορεί να ξεκινήσει πάλι η μάχη. Ο Αχιλλέας συμφωνεί και, αφού οι δύο άνδρες δίνουν τα χέρια, πηγαίνουν για ύπνο.
Η σκηνή αυτή εκτυλίσσεται κοντά στο 1200 πΧ. Σήμερα, 3200 αργότερα, η Ελληνική κυβέρνηση απείχε στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ από το ψήφισμα για «ανθρωπιστική κατάπαυση του πυρός» στη Λωρίδα της Γάζας. Το ψήφισμα, εγκρίθηκε με 120 ψήφους υπέρ, 14 κατά και 45 αποχές. Δεν με ενδιαφέρει ποιοι ψήφισαν υπέρ, ποιοι κατά και ποιοι άλλοι απείχαν. Αυτό που κατά τη γνώμη μου έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η Ελληνική κυβέρ- νηση έσπρωξε στην άκρη τον Πρίαμο, τον Αχιλλέα, τον Όμηρο, την Αντιγόνη, τον Σοφοκλή και 3200 χρόνια πολιτισμού.
Μπορεί σύμφωνα με το σκεπτικό της Ελληνικής κυβέρνησης, η καταδίκη της τρομοκρατικής δράσης της Χαμάς, να οφείλει να είναι ανεπιφύλακτη. Ωστόσο, το ίδιο ανεπιφύλακτη οφείλει να είναι η περιφρούρηση των ανθρωπιστικών αξιών, η προστασία των αμάχων και των παιδιών. Δεν μπορεί να υπάρχει ούτε μία Αμφιβολία. Ο ανθρωπισμός δεν μπορεί να τίθεται υπό αίρεση, ούτε υπό την επιφύλαξη γεωπολιτικών υπολογισμών.
Αν ο Αμερικανός ιστορικός και φιλόσοφος Γουίλ Ντυράν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται. Κάθε γενιά πρέπει να τον μάθει και να τον κερδίσει από την αρχή», τότε μετά από αυτό το ψήφισμα, εμείς ως Έλληνες, χωρίς Αμφιβολίες πολλές, χωρίς Αμφιβολίες τρελές, δυστυχώς, βρισκόμαστε ακό- μα στην αρχή.
Ένοχος, υπεράνω πάσης Αμφιβολίας