Μέσα στη δίνη των επετειακών εκδηλώσεων για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, τον καταιγισμό ειδήσεων αλλά και την τρομακτική πορεία που φαίνεται ότι παίρνει η σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων στην Μέση Ανατολή, πέρασε μάλλον «στα ψιλά» η είδηση του θανάτου του καθηγητή Γιώργου Γραμματικάκη, αν και αυτό είναι κάτι που μάλλον και ο ίδιος θα επιθυμούσε. Να μην αποτελεί, δηλαδή, το κέντρο της προσοχής όταν κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό συμβαίνει στο χώρο.
Ωστόσο αξίζει να αφιερώσει κανείς μερικά λόγια για την παρουσία ενός ανθρώπου από εκείνους που με τη στάση ζωής τους μπορούν να χαρακτηριστούν ως γνήσιοι πνευματικοί άνθρωποι, από αυτούς που έχει μεγάλη ανάγκη ο τόπος μας και οι οποίοι όλο και τείνουν να «φεύγουν» ή να αποστασιοποιούνται. Ο Γιώργος Γραμματικάκης δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Imperial College του Λονδίνου. Απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1973. Από το 1982 έως το 2006 ήταν καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από το 1990 έως το 1996 διατέλεσε πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το 2014 εκλέχθηκε ευρωβουλευτής με «Το Ποτάμι». Επίσης ήταν αντιπρόεδρος στο ΔΣ της Λυρικής Σκηνής. Αυτό το λιτό βιογραφικό αφιερώνει η Γουικιπίντια σε έναν από τους πιο αναγνωρισμένους κι επιδραστικούς επιστήμονες της χώρας μας και είναι μάλλον ταιριαστό με το χαρακτήρα του, δεδομένου ότι οι πραγματικά μεγάλοι άνθρωποι κι επιστήμονες δεν έχουν ανάγκη από τεράστια βιογραφικά για να αναγνωριστούν.
Ο Γραμματικάκης, ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος παγκόσμιας εμβέλειας, που συναναστράφηκε με νομπελίστες, που έδωσε διαλέ- ξεις σε πανεπιστήμια παγκοσμίως αναγνωρισμένα, όπως το Χάρβαρντ, ήρθε στην Άρτα δύο φορές, το 2014 και το 2018, καλεσμένος από τον «ΑΣΤΟΛΑΒΟ» και μίλησε με φυσικότητα και απλότητα, κατανοητά και συγκροτημένα, για τα μυστήρια του σύμπαντος, αλλά και της ζωής, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει και τα μυστήρια αλλά και τα προβλήματα της κοινωνίας μας.
Δεν είχα την τύχη να τον συναναστραφώ, όταν ήρθε στην Άρτα. Την πνευματική του παρουσία, όμως, την γνώριζαα από την επαφή μου με τα βιβλία του, αρχικά την «Κόμη της Βερενίκης», στη συνέχεια την «Αυτοβιογραφία του φωτός» και τέλος, τον «Αστρολάβο του ουρανού και της ζωής».
Η γραφή του, συγκροτημένη επιστημονικά, αλλά απλή και εκλαϊκευ- μένη, αποπνέει μια μελαγχολία για την πορεία που έχει πάρει ο κόσμος μας, η οποία, ωστόσο, δεν καταλήγει σε μοιρολατρία ή απελπισία. Φαίνεται αυτό από κείμενά του όπως αυτό, από τον «Αστρολάβο του ουρανού και της ζωής»: «Είναι λοιπόν καιρός να κατανοήσει ο άνθρωπος ότι η ζωή αλλού ίσως υπάρχει, αλλά η προσδοκία να την συναντήσει δεν θα πραγματωθεί εύκολα. Η ζωή όμως στη Γη ανθίζει ακόμα και τον περιμένει. […] Σημασία επομένως δεν έχει να συναντηθούμε – αν ποτέ συναντηθούμε – στο πολύ μακρινό μέλλον με κάποια όμοια ή ανόμοια με μας δημιουργήματα της εξελίξεως.
Το σπουδαίο θα ήταν να μπορούμε τότε να υπερηφανευθούμε, σε χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια, ότι το ανθρώπινο είδος έχει κατακτήσει υψηλά επίπεδα ισότητας και αξιών, και ότι οι πόλεμοι έχουν εκλείψει και ότι η Γη, το λίκνο της ανθρώπινης ζωής, έχει επουλώσει τις πληγές στις θάλασσες, τα δάση ή την ατμόσφαιρά της, και είναι πάλι ένας πανέμορφος πλανήτης». Φαίνεται εδώ ο προβληματισμός και ο πόνος του αληθινά πνευματικού ανθρώπου ο οποίος ασχολήθηκε με τα κοινά για να προσφέρει, όπως απαιτούσε και η πλατωνική φιλοσοφία.
Ο πόνος αυτός και η ανάγκη να αναδειχθούν τα προτερήματα και τα ελαττώματα της φυλής μας φαίνεται και στα κείμενά του που αφορούν την Ελλάδα, όπως αυτό που ακολουθεί από τον «Αστρολάβο του ουρανού και της ζωής», με αφορμή τις «Αναμονές», τα σίδερα, δηλαδή, που προεξέχουν από τις κολόνες των πολυώροφων σπιτιών για να υποδεχτούν κι άλλο όροφο πιο πάνω: «Καθώς μάλιστα τον τελευταίο καιρό η χώρα παραπαίει και οδηγείται από ταπείνωση σε ταπείνωση, οι Αναμονές ταυτίζονται με το ίδιο της το μέλλον. Λέγεται μάλιστα, στους κύκλους των μυημένων, ότι οι Αναμονές εκφράζουν την παράλληλη Ελλάδα: εκείνη, δηλαδή, που όσο θυμόμαστε την ιστορία μας, έμαθε να αντιτίθεται στην Ελλάδα της ευκολίας και των κενών λόγων.
Η παράλληλη Ελλάδα έχει εκπροσώπους, σπάνια όμως αποκτά εξουσία- διαθέτει ήθος, που ωστόσο είναι δύσκολο να αποτυπωθεί σε κανόνες- δεν ανεμίζει κομματικούς φανατισμούς, έχει όμως μια συνεχή εγρήγορση για το καλό του τόπου. Σε αυτή την προοπτική εστιάζουν οι Αναμονές της παράλληλης Ελλάδας. […] Θα έλεγα ότι την παράλληλη Ελλάδα συνιστούν άνθρωποι, ή αιχμές ανθρώπων, που σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και πείσμα. […] Σε αντίθεση με τις μικρές «αναμονές», οι δικές τους αναμονές -οι Αναμονές- προσδοκούν μια Ελλάδα που θα αποτελείται από πραγματικούς πολίτες και δεν διαψεύδει κάθε μέρα τις προοπτικές της».
Στοιχεία της «παράλληλης Ελλάδας», ο μεγάλος αυτός Δάσκαλος αισθάνθηκε ότι βρήκε στην πόλη μας. Το λέει εμμέσως ο ίδιος στο κείμενο «Η Άρτα και το γεφύρι της», με το οποίο τίμησε με τη συνεργασία του το τεύχος 108 του περιοδικού «ΣΚΟΥΦΑΣ» : «Υπάρχουν Ελληνικές πόλεις, που δεν αποκαλύπτουν εύκολα την γοητεία τους. Είναι ανάγκη να επιμείνεις, να τις επισκεφθείς δύο και τρεις φορές, να συνομιλήσεις με τους ανθρώπους της. Πρέπει ακόμα να ακούσεις τους ψιθύρους της ιστορίας, που ξεπηδούν από το χώμα και τα κτήρια. ‘Έτσι, αργά αλλά σταθερά κτίζεις την εικόνα της πόλης μέσα σου, και αρχίζεις -το τελευταίο στάδιο!- να την αγαπάς.
Σ΄ αυτή την επίλεκτη κατηγορία των πόλεων ανήκει, νομίζω, και η Άρτα. Η γοητεία της είναι καλά κρυμμένη, και χρειάζεται προσπάθεια και επιμονή για την αποκάλυψη της. Αν κάνεις όμως τα πρώτα βήματα, και δεν αφήσεις την απογοήτευση να σε κυριεύσει, η Άρτα σου επιφυλάσσει διαρκώς εκπλήξεις. […] Όπως λοιπόν διαπίστωσα γρήγορα, η Άρτα δεν ήταν μια «επίπεδη» πόλη. Διέθετε, αντίθετα, δρομάκια ανηφορικά και κατωφέρειες, μαιάνδρους και καμπύλες, που της προσέδιδαν μια ιδιαίτερη χάρη. […]
Θεωρώ ότι κάθε πόλη, που σέβεται τον εαυ-τό της -και δεν υπάρχουν πολλές στην Ελλάδα, με αυτήν την αποστολή- οφείλει να διατηρεί την τοπική της Έκφραση. Εκείνη, που θα εποπτεύει την ιστορία της, και θα εστιάζει στις τοπικές προσωπικότητες και το έργο τους. Η έκδοση του «Σκουφά» ξεπερνούσε όμως αυτές τις προσδοκίες. […] Καθώς το πρωί φεύγαμε για την Αθήνα, ζήτησα να περάσουμε πάλι από το Γεφύρι. Με το πρωινό φως, έμοιαζε διαφορετικό. Ωστόσο, η γυναίκα του Πρωτομάστορα στεκόταν πάντα στην άκρη του, και ατένιζε με μια αδιόρατη μελαγχολία αλλά και αυτοπεποίθηση το μέλλον».