Σε κάθε τόπο, όπου γεννήθηκαν μεγάλωσαν και δραστηριοποιήθηκαν γενιές και γενιές με τον παραδοσιακό τρόπο με κοινό γνώρισμα τις συνήθειες της γειτονιάς σήμερα σπανίζουν. Αλλοιώθηκε αυτός ο χαρακτήρας της μεταπολεμικής γειτονιάς που ο ένας ήταν για τον άλλον. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε ο κακός γείτονας που υπήρχε πάντα και παντού. Το σύνολο, όμως, διαβιούσε ειρηνικά.
Στην πόλη μας, την Άρτα, υπήρχαν οι παλιές γειτονιές που η κάθε μία είχε τα δικά της χαρακτηριστικά και σήμερα στις θύμισές μας παραμένει μόνο η ονοματολογία. Άλλες περισσότερο γνωστές και άλλες λιγότερο. Πολύ εύστοχα αρκετές από αυτές περιγράφονται στο ιστορικό μυθιστόρημα του σύγχρονου λογοτέχνη πατριώτη μας Γιάννη Καλπούζου, το «Ιμαρέτ».
Ταμπακιάδες. Ήταν μια παλιά γειτονιά που το όνομά της οφείλεται στην τουρκική λέξη ταμπάκ που σημαίνει βυρσοδέψης και ως γνωστόν στην περιοχή αυτή ασκούσαν το επάγγελμα του βυρσοδέψη. Σκοπευτήριο. Ήταν ή έδρα του Συλλόγου των κυνηγών με την δικιά της ξεχωριστή ιστορία που παλιά λέγονταν πίσω πόλη. Εβραϊκή γειτονιά που στην ουσία αποτελούνταν από τρία τμήματα. Τον Όχτο, τα Τσιμέντα και το Ρολόι με πλούσια ιστορία και πολιτιστικά στοιχεία από τις πρώτες και μεγάλες κοινότητες στην Ελλάδα. Συναγωγή, η επονομαζόμενη Γκρέκα και Εβραϊκό νεκροταφείο στο Πετροβούνι.
Το νυφοπάζαρο, στο κέντρο της πόλης, αναπτύχθηκε στην σημερινή οδό Σκουφά και πήρε το όνομα από την μεγάλη βόλτα, από τον Κακαβά, μέχρι το Μονοπλιό που ήταν η επόμενη γειτονιά συνέχεια του νυφοπάζαρου. Γειτονιά της Βαλαώρας με λαβυρινθώδη αδιέξοδα που σήμερα τα όριά της είναι απλωμένα από την μία άκρη του λόφου της Περάνθης έως την άλλη και τώρα ονομάζεται Άνω πόλη. Μχούστη. Στα τελειώματα της πόλης, ήταν μια πιο φτωχική γειτονιά που απλώνονταν όλα τα συνεργεία προς τη γέφυρα, αποτελώντας την αφετηρία του μεγάλου παζαριού που σήμερα ενώθηκε με το κέντρο.
Κατά τόπους μέρη αυτών των γειτονιών έδιναν έναν ιδιαίτερο τόνο και έπαιρναν το δικό τους ξεχωριστό τοπωνύμιο, όπως στου Κρυστάλλη, στου Ζέρβα, στα Ψαροπλιά, στου Κιλκίς, στο γήπεδο, στα Γύφτικα, στου Μπανταλούκα, στη Λαϊκή, στην Γέφυρα, στην πλάστιγγα, στην Παργιορίτσα, στα Θοδωριανίτικα, στα Μελισσουργιώτκα, στα Πραμαντιώτκα, στην Ασβεσταριά, στο Κεραμιδαριό κοκ.
Στην Κάτω Παναγιά, στη γειτονιά μου, θα σταθώ περισσότερο. Το παλιό όνομα σχεδόν έχει ξεχαστεί. Πρόκειται για την γειτονιά στο ξεχασμένο νότιο τμήμα της πόλης που ήταν και η πλέον απόμακρη από το κέντρο που κατά το πλείστον έμεναν οι φτωχότεροι. Τα νοητά της όρια άρχιζαν λίγο παρακάτω από την δεύτερη πόρτα του γηπέδου. Σήμερα η περιοχή λέγεται Τρίγωνο και εκτείνεται μέχρι την παλιά γέφυρα.
Συγκεκριμένα οριοθετούνταν από εκεί που στεγάζονταν το 7ο δημοτικό σχολιό. Ένα τριώροφο με μεγάλη αυλή και με δυο μεγάλες κληματαριές, ιδιοκτησίας Καρανίκα λίγο πριν την ασβεσταριά του Κράου, που όταν πλημμύριζε ο Άραχθος τα νερά έφταναν στο δρόμο, την οδό Κομμένου. Όσο και αν αναζήτησα την παλιά ονομασία της περιοχής που λέγονταν Σκαλοπούλα, δεν βρήκα διαθέσιμο λήμμα και καμία πληροφορία, πάρα μόνο από ακούσματα των παλαιοτέρων κατοίκων που ήταν αρκετά. Το πιθανότερο και επικρατέστερο να οφείλεται σαν όνομα της περιοχής, ήταν η γεωλογική δομή στις αποκλείσεις του λόφου. Το έδαφος μπορεί να ήταν τραχύ και άδενδρο με μικρούς θάμνους, πουρνάρια, ασφάκες, άγρια κυκλάμινα, φραγκοσυκιές και μπότσκες (η χριστουγεννιάτικη κρεμμύδα για το καλό του χρόνου που βάζουμε στην εξώπορτα του σπιτιού για τύχη), αλλά πάρα ταύτα δεν ήταν δύσβατο το έδαφος. Τα σχιστολιθικά πετρώματα ήταν απλωμένα σε έναν παράλληλο προσανατολισμό σαν να δημιουργούσαν μικρές σκάλες σε αρκετά σημεία που τις ονόμαζαν σκαλούλες. Η πλέον ευδιάκριτη και μεγαλύτερη σκάλα λίγο πριν το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς, την ονόμαζαν Σκαλοπούλα.
Άλλη μια εκδοχή για το όνομα την άκουσα από τον παππού μου τον Πάνο Γιώτη, γνωστό με το όνομα Μπάρμπα Πάνος, η Νταλματσάκος (εξαιτίας των πολλών ενταλμάτων που εκκρεμούσαν σε βάρος του). Στα μεγάλα αυτά φυσικά σκαλιά και λόγω της γειτνίασης με το μοναστήρι, το είχε ως ησυχαστήριο μια πανέμορφη μοναχή που συνεχώς προσεύχονταν και κανείς δεν γνώριζε το όνομά της. Την αποκαλούσαν Σκαλοπούλα καθώς σύχναζε στις φυσικές αυτές σκάλες. Την αντίκρυζαν ακόμα και από απέναντι, από Κεραμάτες και οι χωρικοί έλεγαν όταν γίνονταν αντιληπτή, της Κυράς το μάτι – έλεγαν – και εκεί ίσως να οφείλεται και το όνομα του χωριού Κεραμάτες κατ’ άλλους.
Μια φτωχή γειτονιά στα ριζά του λόφου γεμάτη παιδικές φωνές στον χωματόδρομο της Κομμένου τότε. Το συνηθέστερο παιγνίδι ήταν το ποδόσφαιρο, όχι με μπάλα κανονική, αλλά από τα πορτοκάλια που έπεφταν από τα παραπέτια των αγροτικών που έρχονταν από το Γλυκόριζο. Ήταν τόσα πολλά που αν κάποιος άμπαλος πατούσε την μπάλα μας και την έλιωνε, είχαμε τα εφεδρικά. Στη στροφή προς το ποτάμι φημολογούνταν ότι το είχαν κάνει στέκι, ο Λάμπρο Γιώτας και η Μουσκούτω, δυο βαριόμοιρες προσωπικότητες της παλιάς Άρτας και με την δύση του ηλίου οι παιδικές φωνές κόβονταν μαχαίρι μήπως και εμφανιστούν.
Ένοιωθες το βουητό του ποταμού να είναι δίπλα σου με τις μεγάλες κατεβασιές που δεν ήταν και λίγες. Στη γειτονιά αυτή του νότου λόγω του σκότους (δεν υπήρχαν στύλοι της ΔΕΗ) οι φήμες μίλαγαν ότι κυκλοφορούσαν οι νεράιδες και τα ξωτικά και πως τα Φώτα από εκεί έφευγαν οι καλικάντζαροι. Άλλη μια εκδοχή για το όνομα της περιοχής ήταν τα πολλά πουλιά που φώλιαζαν στους θάμνους των σκαλιών που γεύονταν τον χυμό του κίτρινου ανθού της ασφάκας και των άλλων αγριολούλουδων την Άνοιξη. Τα αρκετά σμήνη πουλιών, κυρίως καρδερίνων, τα γνωστά στραγαλίνια, όπου αρκετοί στην δεκαετία του 1960 πήγαιναν με παγίδες να τα πιάσουν. Η πιο γνωστή μέθοδος ήταν το στήσιμο με ξόβεργες εμποτισμένες σε λιωμένο πλαστικό ή κρεπ.
*Ο Νικόλαος Καραδήμας είναι συγγραφέας,
με καταγωγή από την Άρτα