Μαύρα μου χελιδόνια, από την Αραπιά,/ κι άσπρα μου περιστέρια, από την Μοσχοβιά,/ αυτού ψηλά πετάτε για χαμηλώσετε,/ χαμηλώστε τα φτερά σας, να πάρω ένα φτερό,/ να γράψω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή,/ να στείλω στη μανούλα να μη με καρτερεί./ Εδώ στα ξένα που είμαι, εδώ παντρεύτηκα/ πήρα κακιά γυναίκα, μάγισσα πεθερά./ Όταν ξεκ’νάω για να ’ρθω, χιόνια και βροχές,/ κι όταν γυρίζω πίσω ο καημένος, ήλιος και ξαστεριές.
Από τα πιο συγκλονιστικά τραγούδια σε 4σημο ρυθμό, που το τραγουδούν σε πολλές περιοχές της Ηπείρου και κυρίως εκεί που υπάρχει έντονο το φαινόμενο του ξενιτεμού.
Αναφέρεται στον ξενιτεμένο που ήπιε το νερό της λησμονιάς, μαγεύτηκε από την ξενιτιά και ρίζωσε για τα καλά εκεί. Όταν ξυπνάει από το βαθύ λήθαργο, θυμάται πότε-πότε τη μάνα του στη γενέτειρα και θέλει να της στείλει γράμμα και γραφή με τα αποδημητικά πουλιά. Της γράφει να μην τον καρτερεί, γιατί παντρεύτηκε – λέει – εκεί στα ξένα, παίρνοντας κακιά γυναίκα και κάνοντας μάγισσα πεθερά.
Με αυτό το χαρακτηρισμό αποκαλεί την ξενιτιά, γιατί όλο και κάποια εμπόδια του βάζει, στερώντας του τον πολυπόθητο γυρισμό πίσω στην ποθεινή πατρίδα.