Πολύς θόρυβος έγινε τις τελευταίες εβδομάδες για τη συμμετοχή που υπήρξε στις εσωκομματικές εκλογές του Συ.Ριζ.Α.-Π.Σ. Πολύ περισσότερος θόρυβος έγινε για το πρόσωπο του (πρωτοπόρου από τον πρώτο γύρο), κου Στέφανου Κασσελάκη και τον «αέρα» που φέρνει μαζί του ή τις πολιτικές του ή μη ικανότητες, τις θέσεις που επιμελώς αποφεύγει να ξεκαθαρίζει, τη σχέση του με την ανθυποψήφιά του κα Έφη Αχτσιόγλου, τις προσωπικές του σχέσεις γενικώς, κ.λπ.
Δεν είδα να τίθεται πουθενά το ερώτημα πώς γίνεται να θέτει υποψηφιότητα για αρχηγός ενός κόμματος, κάποιος/α που δεν έχει αποκτήσει κάποια τριβή μέσα από τις διαδικασίες του κόμματος, κι αυτό, νομίζω, είναι το μεγάλο πρόβλημα της καθιέρωσης της διαδικασίας άμεσης εκλογής προέδρου ενός κόμματος από τη βάση.
Η γενική εντύπωση είναι πως μια τέτοια διαδικασία αυξάνει τη συσπείρωση ενός κόμματος, κάτι αρκετά ενθαρρυντικό για τα μέλη του (κάτι τέτοιο έγινε και με τις αντίστοιχες εκλογές του Πα.Σο.Κ.-Κινημ.Αλ). Η συσπείρωση είναι πάντα επιθυμητή, ιδίως όταν η προοπτική της εξουσίας απομακρύνεται και οι δημοσκοπήσεις δεν δημιουργούν κλίμα νίκης αλλά ηττοπάθειας. Κάπου μάλιστα ακούστηκε ότι η διαδικασία αυτή αποτελεί παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας. Επί του θέματος αυτού, όμως, έχω να προβάλλω κάποιες αντιρρήσεις.
Άποψή μου είναι ότι η εσωκομματική δημοκρατία άρχισε να υφίσταται έντονη κρίση όταν έπαψαν να υπάρχουν οι δικλείδες ασφαλείας που δημιουργούσαν τη δυνατότητα στα κόμματα να διαχειρίζονται τις όποιες κρίσεις τους στο εσωτερικό τους, να διαμορφώνουν πολιτική με συλλογικές διαδικασίες ή έστω να δίνουν στα μέλη τους την ψευδαίσθηση της συμμετοχής στη χάραξη και τη διαμόρφωση της πολιτικής που θα ακολουθούσε το κόμμα. Αυτό ήταν εφικτό με τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών διαδικασιών μέσα στα κόμματα. Οι διαδικασίες αυτές επέτρεπαν στα διάφορα στελέχη να μιλούν, να απευθύνονται άμεσα στα μέλη, να εξηγούν την πολιτική του κόμματος και να αναλαμβάνουν δεσμεύσεις προώθησης των αιτημάτων τους προς τα «πάνω», στα λεγόμενα «κεντρικά».
Στη συνέχεια, στο συνέδριο του κόμματος, με περιορισμένο αριθμό μελών, καθώς οι βασικές διεργασίες γίνονταν στη βάση, υπήρχε η δυνατότητα να εκφραστούν ακόμα και τα μεσαία ή κατώτερα στελέχη και όχι μόνο οι προβεβλημένοι υπουργοί ή βουλευτές ή άλλα στελέχη (κυρίως αυτοδιοικητικά ή συνδικαλιστικά) του κόμματος. Ακουγόταν έτσι η φωνή της «βάσης» και υπήρχε η εικόνα ότι το απλό μέλος, με τη συμμετοχή του, μπορούσε να διαμορφώνει συνθήκες που του επέτρεπαν να συνδιαλέγεται με την κορυφή, δίνοντας έτσι μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στην άσκηση εξουσίας.
Η όλη διαδικασία συμμορφωνόταν με το κλίμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που υπάρχει στη χώρα μας (και σε κάθε δημοκρατική χώρα του κόσμου), ενώ παράλληλα το πλέγμα των διαδικασιών διαμόρφωνε και ένα πλέγμα ελέγχου και προστασίας από τυχόν προσωπικές πολιτικές και αυταρχικές διαθέσεις του αρχηγού.
Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν η συμμετοχή στην εξουσία ταυτίστηκε με το βόλεμα, το ρουσφέτι, τις διάφορες εξυπηρετήσεις. Η ικανοποίηση ανάλογων αιτημάτων, που ετίθεντο από τη «βάση», διαμόρφωσε την εντύπωση πως η συμμετοχή στις διαδικασίες διαλόγου και ελέγχου δεν ήταν και τόσο αναγκαία, πολύ περισσότερο που για μια εικοσαετία σχεδόν (από το 1974 ως το 1994), τα κόμματα είχαν ως ηγέτες χαρισματικές προσωπικότητες, οι οποίες σπάνια αμφισβητούνταν, κατόρθωναν πάντα να επιβάλλουν την άποψή τους χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις, και είχαν το κόμμα υπό τον έλεγχό τους σχεδόν εύκολα, εφόσον το διατηρούσαν σε τροχιά εξουσίας. Από τη στιγμή, όμως, που οι χαρισματικές αυτές προσωπικότητες έφυγαν από το προσκήνιο, το πράγμα έγινε πολύ πιο δύσκολο, καθώς οι επίγονοί τους έπρεπε να ανταποκριθούν σε αμφισβήτηση που ξεκινούσε από μια ιδιόμορφη εσωκομματική αντιπολίτευση, ενώ οι οργανώσεις στη βάση είχαν τεθεί σε απαξίωση, με τους βουλευτές, τους υπουργούς και τους αυτοδιοικητικούς, να ανάγονται σε ρυθμιστές της κατάστασης.
Έτσι προέκυψε το δέλεαρ της άμεσης δημοκρατίας. Αρχικά καταργήθηκαν οι αντιπροσωπευτικές διαδικασίες και τα νομαρχιακά όργανα εκλέγονταν από το σύνολο των μελών. Έτσι χάθηκε η δυνατότητα άμεσης επαφής με τα μέλη στις κομματικές συγκεντρώσεις και κυριάρχησαν οι μηχανισμοί. Πλασματικές εγγραφές, υποσχέσεις, και άλλα τέτοια έπαιζαν πια σημαντικό ρόλο στο ποιος θα ελέγχει το κόμμα, ούτως ώστε να έχει την εύνοια του αρχηγού και να εκλέγεται πιο εύκολα στη βουλή. Παράλληλα με αυτό έπαψε πια να υπάρχει το όργανο στο οποίο θα λογοδοτούσε η κομματική «καθοδήγηση», ή οποία έγινε έτσι ανεξέλεγκτη. Όταν πια η διαδικασία αυτή εδραιώθηκε, περάσαμε στην απευθείας εκλογή του αρχηγού από τη βάση.
Αυτή η εκλογή όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μια νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων σε κεντρικό επίπεδο, η οποία καμία δυνατότητα δεν δίνει στα μέλη να εκφραστούν ή να δεσμεύσουν τον πρόεδρο σε οποιαδήποτε πολιτική. Ούτε τα συνέδρια μπορούν, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί, με την τεράστια μαζικότητα και τον πανηγυρικό χαρακ- τήρα, να αποτελέσουν πυρήνες διαμόρφωσης πολιτικής. Μένει έτσι η εκάστοτε ηγεσία ελεύθερη να αποφασίζει κατά το δοκούν. Μέχρι σήμερα η Αριστερά κρατούσε «αντίσταση» στις διαδικασίες αυτές, χωρίς, όμως, τελικά ο Συ.Ριζ.Α,-Π.Σ. να ξεφεύγει από την παγίδα.
Με τον τρόπο αυτό, όμως, διαμορφώνεται ένα κλίμα απογοήτευσης, καθώς καλλιεργείται η ιδέα ότι τίποτε δεν μπορεί να καταφέρει κανείς με τη συμμετοχή του στην πολιτική. Απαξιώνεται έτσι η πολιτική διαδικασία και οδηγούμαστε σε μια ιδιότυπη αριστοκρατία που με τη σειρά της οδηγεί σε περαιτέρω απαξίωση, ή, ακόμα χειρότερα, σε μια πολιτική απάθεια, ένα είδος πολιτικής αποχαύνωσης, όπου ο ψηφοφόρος δεν θα ενεργεί ως πολίτης, αλλά ως μέλος μιας μάζας ψήφων που τα περιμένει όλα από τον «μεσσία» ηγέτη. Και καλά, αν την πληρώσει η απήχηση του κόμματος μόνο. Με την αδυναμία μας όμως να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε μήπως όλο αυτό οδηγεί και σε απαξίωση της δημοκρατίας;