’Κούγω τον άνεμο κι αχάει, τον ’κούγω και μαλώνει./ Με τα βουνά εμάλωνε και με τα δέντρα ηχούσε./ Μωρέ παπά, Ντελή-παπά, λεβέντη!

Φτάνει που τον άκουγες και ας μην τον έβλεπες, ακόμα και να ήταν ανάμεσα σε πλήθος προσκυνητών στην Αγία Κυριακή, την Αγία των φτωχών και των κατατρεγμένων. Γνώριμη φωνή, χαρακτηριστική, δωρική, με τα Τζουμερκιώτικα ιδιώματα και την προφορά. Την είχαμε ακούσει πολλές φορές αυτή τη φωνή από μικρά παιδιά και μας έμεινε μες στην ψυχή μας χαραγμένη και ανεξίτηλη. Και όταν τον ξεχώριζες μέσα στο πλήθος, τον θωρούσες με δέος. Αυτός! Ναι αυτός, ο λεβεντόπαπας! Ο παπα-Θωμάς από τα Θεοδώριανα. Με το επιβλητικό ύφος, την αγέρωχη κορμοστασιά, το αετίσιο του βλέμμα.
Μες στο μυαλό σου αστραπιαία ξετυλίγονται σαν κινηματογραφική ταινία εικόνες από τα παλιά. Τότε που ο παπα-Θωμάς ήταν για πολλά χρόνια εφημέριος στη Νεράιδα, τη νύμφη των Ανατολικών Τζουμέρκων. Τον αγαπούσε ολόκληρο το χωριό, τον σέβονταν όλοι οι χωριανοί. Παπάς που με τον δικό του αυθεντικό τρόπο έβαλε τη δική του σφραγίδα στην τοπική κοινωνία της ορεινής πατρίδας.
Στον ιερό χώρο της εκκλησίας θαρρείς πως ήταν ένας ιερωμένος με μορφή Αγίου. Αλλά έξω απ’ αυτή έπαιρνε ένα εντελώς διαφορετικό ύφος. Γινόταν ένας επαναστάτης, απόγονος του Παπαφλέσσα και του Αθανάσιου Διάκου. Άρχοντας πραγματικός, σκληρός με την αδικία, αυστηρός με τον εαυτό του, συμπαραστάτης των αδυνάτων και κατατρεγμένων, ακούραστος εργάτης στην υπηρεσία του ποιμνίου του, ατίθασος με τους υψηλά ιστάμενους στο πολιτικό και εκκλησιαστικό στερέωμα, ευαίσθητος σαν άνθρωπος, που στο άκουσμα της μελωδίας του «Χριστός Ανέστη» τον είδα να δακρύζει.
Παπάς με προσφορά στην πνευματική υπόσταση της εκκλησίας και στην κοινωνική ζωή της ορεινής μας πατρίδας. Ο ακρογωνιαίος λίθος, κυρίως τους χειμερινούς μήνες, που αντιμετώπιζε κάθε πρόβλημα των λιγοστών κατοίκων. Εκείνα τα χρόνια, όταν έπεφτε πολύ χιόνι, γύρναγε από σπίτι σε σπίτι στο χωριό και φώναζε: «Χωριανοί, είστε καλά;». Ανάσταση έβγαζε περιμένοντας να έρθει και ο τελευταίος, ρωτώντας, «Είμαστε όλοι εδώ;». Έτσι τους θέλει ο κόσμος τους παπάδες στις μικρές μας πατρίδες, Αγίους στο χώρο της εκκλησίας, υπηρέτες του Θεού και έξω απ’ αυτή μεγάλους επαναστάτες, υπηρέτες του ανθρώπου.
Μερακλής άνθρωπος ο παπα-Θωμάς! Στο πανηγύρι χόρευε. Χόρευε τον «Παλαμιώτη» και εκφραζόταν με το χορό. Ανασκούμπωνε τις δυο άκρες του ράσου στη μέση του και αφηνόταν στο ρυθμό του τραγουδιού: Όσα κακά κι αν έκανες, όλα συμπαθισμένα./ Κι ένα κακό που έκανες, συμπαθισμό δεν έχει./ Που άνοιξες τις φυλακές, τις ασημένιες πόρτες/ και πρόδωσες τη συντροφιά./ Μωρ’, Παλαμιώτη μου!
Μερακλωνόταν ο παπα-Θωμάς στο χορό, χόρευε και το ζούσε λες και την ώρα εκείνη γινόταν «των αγίων ο χορός». Στον τόπο ο χορός, επιβλητικός ο χορευτής, λυρικός, με την Τζουμερκιώτικη ψυχή να μην συμμαζεύεται. Και με το χορό το ράσο ξεδίπλωνε και ανέμιζε σαν φλάμπουρο και φάνταζε αυτός ο λεβεντόπαπας τότε σαν τον Παπαφλέσσα να πολεμάει τον Ιμπραήμ. Όταν κοίταζε άνωθεν και άνοιγε τα τεράστια χέρια του, φάνταζε αετός, σα να ήθελε να πετάξει. Να πετάξει στον ουρανό να δει τον Θεό. Και όπως είπε ο Πέρσης ποιητής Roumi: «Εκείνος που ξέρει τον χορό, ξέρει και τον Θεό».
Και στο πανηγύρι της Νεράιδας, φορώντας επίσημα το εξώρασο, ένδειξη αρχοντιάς, έσερνε τον χορό στο Διπλοκάγκελο μαζί με τους άλλους παπάδες. Χωριανοί και ξένοι, γνωστοί και άγνωστοι, μικροί και μεγάλοι, όταν τον αντίκριζαν, τον χαιρετούσαν εγκάρδια με εκτίμηση, με σεβασμό, με δέος.
Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια τον παπα-Θωμά, όταν έπεφταν τα πρώτα απόσκια του δειλινού πάνω από την πηγή του Γλαβά, να παίρνει το δρόμο που οδηγούσε στην Αγία, για να κάνει λειτουργία ή παράκληση.
Με ανασκουμπωμένο το ράσο στη μέση και τον καλογερίστικο σκούφο στο κεφάλι, διάβαινε αγέρωχα τα σοκάκια του χωριού. Είχε και ένα τροβά στο ώμο, που μέσα είχε τρεις λειτουργιές για να λειτουργήσει, είχε και λίγο καλαμποκίσιο ψωμί ή κάνα βλογούδι κάποιες φορές, είχε και ένα κρεμμύδι με μια βραστή πατάτα, για να φάει το βράδυ μετά τον εσπερινό.
Το πόδι ελαφροπάτητο, τις άκρες του ράσου να κυματίζουν σαν σημαία από τη γοργή περπατησιά, διέσχιζε τα κακοτράχαλα μονοπάτια σαν το ελάφι, κάνοντας τη διαδρομή μέσα στα δύσβατα μονοπάτια πιο σύντομη και ευχάριστη, γιατί ο παπα-Θωμάς, στη στράτα έψελνε τροπάρια και ύμνους. Σταμάταγε και στο ρέμα του Γρεβενίτη να πιεί λίγο νερό να ξεδιψάσει και χωρίς να το καταλάβει ξεκάμπαγε σαν τον αρχάγγελο στο χώρο του μοναστηριού.
Ακόμα και μες στα βαθιά γεράματα ήθελε να επισκέπτεται το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής. Δε μπορούσε να μην πηγαίνει στην Αγία… θα το είχε βάρος στην συνείδησή του, έλεγε… είχε πάθος με αυτά τα άγια μέρη ο παπα-Θωμάς, γιατί στη Νεράιδα βρισκόταν η μισή του καρδιά και η άλλη μισή στην Αγία… Και ας μην τον άκουγαν τα ποδάρια του και λίγο η μέση που τον πονούσε, αλλά η Αγία όπως έλεγε, τον αξίωνε να πηγαίνει.
Ο παπα-Θωμάς, μπαίνοντας στο εσωτερικό του Ναού προσκυνούσε στη Χάρη Της με βαθιά κατάνυξη και αργότερα έβγαινε έξω, στην πίσω αυλή του Ναού. Εκεί αγνάντευε! Αγνάντευε απάνω ψηλά το στεφάνι (απότομη βουνοπλαγιά) με δέος. – Να, εκεί, έλεγε, δείχνοντας με το χέρι του, με ύφος επιβλητικό, στους πιστούς που σιγά-σιγά τον πλησίαζαν για να τον χαιρετίσουν και να τον ακούσουν. Ώ του θαύματος! Εκεί είδα το καντήλι της Αγίας να φέγγει τα μεσάνυχτα, έλεγε με δέος. Συγκινημένος ακουμπούσε στο μπαστούνι του, παίρνοντας το ύφος του Πατρο-Κοσμά, του μεγάλου αυτού Εθναπόστολου, που πέρασε από τα μέρη μας και δίδαξε για το Θεό και την Πατρίδα και προφήτεψε τη μεγάλη Επανάσταση του Γένους.
Μετά από ολιγόλεπτη παύση, σαν να ήθελε να σκεφτεί, άρχιζε ο παπα-Θωμάς με ιδιόμορφο και γλαφυρό ύφος να διηγείται με συγκίνηση, με δέος αλλά και θαυμασμό τα θαύματα της Αγίας Κυριακής. Τον διέκοψε ο ήχος της καμπάνας που χτύπαγε εκείνη την ώρα εσπερινό. Κάνοντας τον σταυρό του αναφώνησε με ευλάβεια: «Αγία Κυριακή μου, μεγάλη η Χάρη σου», συνεχίζοντας και πάλι την διήγηση στους πιστούς.
Μιλούσε ασταμάτητα, επαναλαμβάνοντας αρκετές φορές τη φράση «Ώ του θαύματος!». Σταματούσε πότε-πότε για να ψάλει χαμηλόφωνα τα τροπάρια που έψαλλαν την ώρα του εσπερινού. Γιατί ο παπα-Θωμάς είχε καλή φωνή, καθάρια, γλυκιά, μελωδική, με καλοφωνικό δωρικό ρυθμό, και χροιά ξύλινη, σαν να χτυπούσαν σήμαντρα σε βυζαντινό συλλείτουργο. Και πάλι μετά συνέχιζε. Έλεγε για τον άνθρωπο, για τις αξίες και τα ιδανικά του, αναφερόταν στα χωριά μας, ακόμα και για τους δύσκολους καιρούς που βιώνει η Πατρίδα και το Έθνος, αλλά και ο πολύπαθος λαός που υποφέρει όλα αυτά τα δεινά.
Είχε μορφή αγίου όταν αναφερόταν στο Χριστό και στην Αγία Κυριακή. Το πρόσωπό του άλλοτε έπαιρνε ύφος βλοσυρό, σαν αυτό του αγωνιστή αντάρτη της Εθνικής Αντίστασης, όταν μιλούσε για τη σημερινή πολιτική κατάσταση. Και άλλοτε έπαιρνε γαλήνια όψη, σαν «Φως Ιλαρό», όταν αναφερόταν στον άνθρωπο, γεμάτος αγάπη και καλοσύνη.
Ακόμα και τη μορφή του Αη-Γιώργη του καβαλάρη έπαιρνε, πολιούχου της ποθεινής πατρίδας, όταν μιλούσε για τα πατροπαράδοτα και τις αξίες μας, σαν να ήθελε να τα προστατέψει από την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης.
Δεν μπορούσες ούτε να τον διακόψεις, ούτε να τον ρωτήσεις ούτε να συμπληρώσεις κάτι, μόνο να τον ακούσεις μπορούσες. Γιατί ο παπα-Θωμάς ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα και δεν μπορούσες να αντισταθείς στο λυρισμό της ψυχής του. Σαν κληρικός αγάπησε την του Χριστού Εκκλησία, σαν άνθρωπος αγάπησε τον ίδιο τον άνθρωπο, τη φύση, την ορεινή πατρίδα.
Κάθε φορά που τον συναντούσες στα άγια μέ- ρη της ορεινής μας πατρίδας, αντίκριζες μια γλυκύτατη φυσιογνωμία. Τα κάτασπρα μαλλιά και γένια του, οι βαθουλωτές κόγχες των ματιών του από το βαθύ γήρας μαρτυρούσαν σοφία. Η γαλήνια όψη τού προσώπου του και τα ξεθωριασμένα γαλανά μάτια του φανέρωναν καλοσύνη και αγάπη για τον άνθρωπο.
Θαρρώ πως ο παπα-Θωμάς, ήταν μια πράγματι βιβλική μορφή. Για την ορεινή πατρίδα, αυτόν τον ευλογημένο τόπο των Ανατολικών Τζουμέρκων, ήταν μια αυθεντική αξία, ένα τεράστιο κεφάλαιο. Για τα δίδυμα χωριά, Θεοδώριανα και Νεράιδα, ένας ίσκιος. Ένα σύμβολο για όσους τον γνώριζαν, γι’ αυτούς που τον αγάπησαν, για εκείνους που τον θαύμαζαν. Ένας μύθος για τις νεότερες γενιές που τον είχαν ακούσει από τους παλαιότερους μέσα από ιστορίες και γεγονότα.
Ο παπα-Θωμάς, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, άφησε μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Μας ενέπνευσε να έχουμε μια ιδιαίτερη ευσέβεια προς την του Χριστού Εκκλη- σία και την Αγία Κυριακή. Να τρέφουμε μια απέραντη αγάπη στην ορεινή μας πατρίδα και το χωριό, στα ξωκκλήσια και τα τοπωνύμια. Αγάπη ακόμα και σεβασμό κυρίως, στη φύση και γενικότερα στον άνθρωπο.
Οι στίχοι του ποιητή, του βουνού και της στάνης, Κώστα Κρυστάλλη, ταιριάζουν απόλυτα σε αυτόν τον λεβεντόπαπα, σε αυτόν τον ρομαντικό νοσταλγό της πατρίδας των ορέων.
Παρακαλώ σε, σταυραετέ, για χαμηλώσου λίγο/ και δώσ’ μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,/ πάρε με απάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!
Αναπαύσου τώρα, εν ειρήνη Κυρίου, άγιε γέροντα. Καλόν ύπνο τεράστιε λεβεντόπαπα της ορεινής πατρίδας! Καλό πέταγμα στην αιωνιότητα, σταυραετέ των Ανατολικών Τζουμέρκων!

*Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι χοροδιδάσκαλος, συγγραφέας και λαογράφος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ