Γράφει ο Νίκος Φαλαγκάρας*
ΜΕΡΟΣ Α’
Ηταν γενικό το φαινόμενο: μετά τον πόλεμο κανείς πια δεν ήθελε να μιλά για τον πόλεμο. Προτιμούσαν όλοι να κρατήσουν το τραύμα κρυφό και να μπαζώσουν τη μνήμη τους. Είχαν να λύσουν άλλα μπροστά τους προβλήματα. Και δεν άντεχαν να γεμίσουν την ψυχή των παιδιών τους με τη φρίκη που πλημμύρισε τη δική τους ψυχή, καλύτερα, σκέφτονταν, να μη μιλάμε καθόλου για κείνα τα δύσκολα χρόνια. Χώρια που υπήρχε κι ένας διάχυτος φόβος τριγύρω: ποιος ευθύνεται γι’ αυτό το απερίγραπτο μακελειό που μόλυνε τον κόσμο και τον εξουθένωσε ποτίζοντάς τον με το καυτό αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων και την απελπισμένη κραυγή των δυστυχισμένων; (Από το βιβλίο, σελίδες 18-19).
Ο τίτλος του σημειώματος παραπέμπει στο συγκλονιστικό βιβλίο («ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ») του Πρίμο Λέβι, από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ, όπου μέσα από τις σελίδες του δεν ξεδιπλώνει απλώς την οδυνηρή προσωπική του εμπειρία που έζησε στα εφιαλτικά ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, αλλά ανατέμνει τον τερατώδη κόσμο που έχτισε ο ναζισμός. Στο διάστημα και στο μέτρο, βέβαια, που πρόλαβε, προτού συντριβεί από τις ενωμένες δυνάμεις των συμμάχων, με την -κατά κοινή ομολογία- καταλυτική και πολύτιμη συμβολή της -τότε- Σοβιετικής Ένωσης (20.000.000 νεκροί πολίτες της ήταν το ανθρώπινο κόστος), να του δώσει σάρκα και οστά. Και η παραπομπή αυτή δεν είναι τυχαία, όπως θα προσπαθήσω στη συνέχεια να καταδείξω.
Μόλις που χρειάζεται να σημειώσω το πόσο επώδυνη υπήρξε η εμπειρία της γερμανικής κατοχής για τον λαό μας. Τα απίστευτα δεινά που έζησε άφησαν βαθιά και ανεξίτηλα τα σημάδια στην ψυχή του. Και βέβαια στη μνήμη του. Οχτώ σχεδόν δεκαετίες από τη λήξη εκείνου του φοβερού δράματος η αναφορά σ’ εκείνα τα γεγονότα είναι και επίκαιρη και επιβεβλημένη. Και αρμοδιότεροι διεκπεραιωτές ενός τέτοιου υψηλού καθήκοντος αναφοράς και τιμής είναι η ιστορία και η λογοτεχνία. Ιδίως όταν αυτές συναντιούνται, συνομιλούν και συνεργάζονται αρμονικά και γόνιμα. Έχουμε αρκετές τέτοιες ευτυχείς συναντήσεις και συ- νεργασίες, που εκτός του ότι ικανοποιούν τις αναγνωστικές μας ανάγκες, δημιουργούν κλίμα αισιοδοξίας και ελπίδας για το μέλλον και την προοπτική της κοινωνίας μας. Κι αυτό παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια της συγκυρίας και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Οι γραμμές που ακολουθούν συνοψίζουν τις αναγνωστικές μου εντυπώσεις από το νέο βιβλίο (μυθιστόρημα) του φίλου Δημήτρη Βλαχοπάνου, γνωστού φιλολόγου, εκπαιδευτικού και συγγραφέα πολλών βιβλίων, με τον ποιητικό (είναι εξάλλου και δόκιμος ποιητής), θα έλεγα, τίτλο «ΑΠΟ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΑΧΤΗ», σελίδες 410, από τις εκδόσεις 24γράμματα. Θέλω, λοιπόν, να τις μοιραστώ αυτές τις εντυπώσεις με όσους διάβασαν ή θα διαβάσουν (αυτή είναι και η προτροπή μου) το εν λόγω βιβλίο.
Χωρίς να είναι στις προθέσεις μου να προκαταλάβω ή να επηρεάσω οποιονδήποτε με την κρίση μου, δηλώνω ανεπιφύλακτα ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό. Κι αυτό, εκτός από πεποίθησή μου, είναι και μια ευχάριστη, ανάμεσα στα τόσα δυσάρεστα που ακούμε και βλέπουμε γύρω μας, διαπίστωση ότι και στις μέρες μας η λογοτεχνία, παρά τη μεμψιμοιρία και την ισοπεδωτική λογική που διαπνέει κάποιους, ειδικούς και μη περί τα συγγραφικά πράγματα, έχει να παρουσιάσει άξιους εκπροσώπους που, συνεχίζοντας τις καλύτερες παραδόσεις της, την τιμούν και την προάγουν.
Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Βλαχοπάνου είναι μία ακόμα πολύτιμη κατάθεσή του στο ταμείο της ιστορικής μνήμης που τη χρειαζόμαστε εμείς οι αναγνώστες όσο τίποτα άλλο, ιδίως σε τέτοιους καιρούς. Διαβάζοντας τέτοια βιβλία, εκτός του ότι διευρύνουμε τις ιστορικές μας γνώσεις, εκπληρώνουμε, κατά κάποιον τρόπο, κι ένα καθήκον απέναντι στην ιστορική μνήμη, ενώ συγχρόνως αναβαθμίζουμε την ατομική και συλλογική μας αυτογνωσία. Κι ας -ή επειδή ακριβώς- άλλα κελεύουν οι καιροί με τα προτάγματα και τις προτεραιότητες που θέτουν και μας καλούν να ακολουθήσουμε.
Για να βρεθούμε -τάχα- κι εμείς στη σωστή (όπως την ορίζουν και την οριοθετούν κάποιοι) πλευρά της ιστορίας, σύμφωνα με τη σχετική -εξυπναδίστικη θα έλεγα- ρήση, που έγινε πια της μόδας. Και βέβαια σε ευθεία αντιπαράθεση με το ανιστόρητο, εν είδει ρητορικού ερωτήματος, που ακούστηκε από εν αναμονή (και ήδη από το 2019) πρωθυπουργό, προ ετών, «τι τον ενδιαφέρει τον σημερινό νέο τι έγινε το 1963;».
Το θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας τού είναι βαθύτατα οικείο. Όχι μόνο γιατί κατάγεται, ως γνωστόν, από το μαρτυρικό Κομμένο Άρτας, αλλά κι επειδή τον διακρίνει βαθιά ευαισθησία που τη διοχετεύει στον άρτιο (γραπτό και προφορικό) λόγο του και του οποίου αποδέκτης και κοινωνός καλείται να γίνει ο εξίσου ευαίσθητος αλλά και απαιτητικός αναγνώστης.
Βεβαιωμένο με τον πιο τραγικό (φρικώδη) τρόπο γεγονός ότι οι Γερμανοί κατακτητές συμπεριφέρθηκαν απέναντι στον σκλαβωμένο λαό μας με απίστευτη κτηνωδία. Δεν δίσταζαν να αδειάσουν το όπλο τους πάνω στον οποιονδήποτε (ηλικιωμένο, άρρωστο, γυναίκα έγκυο ή μωρό) και χωρίς κανένα λόγο. Τα λεγόμενα αντίποινα ήταν το πρόσχημα για να αφανίσουν ολόκληρα χωριά (ένα απ’ αυτά ήταν το Κομμένο, γενέθλιος τόπος του συγγραφέα). Οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν εκπαιδευτεί τόσο συστηματικά, σατανικά να πούμε καλύτερα, ώστε η θανάτωση κάθε ανήμπορου ήταν γι’ αυτούς το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Αυτό ήταν ο γενικός κι άκαμπτος κανόνας όπως τον επινόησε, τον διαμόρφωσε και τον επέβαλε με απόλυτη συνέπεια το χιτλερικό τέρας. Ωστόσο κάθε κανόνας έχει και μερικές εξαιρέσεις, που ναι μεν επιβεβαιώνουν την ισχύ του, συγχρόνως όμως μετατρέπονται εκ των πραγμάτων σε ρωγμές του που τον υπονομεύουν. Μικρές (ρωγμές), αλλά υπαρκτές και καθόλου αμελητέες στην εξέλιξη των γεγονότων και των καταστάσεων, ακόμα και στην τελικά τους έκβαση.
*Ο Νίκος Φαλαγκάρας είναι δικηγόρος, ποιητής και συγγραφέας