Γράφει ο Δημήτρης Ντάλας
Τέτοιες μέρες, πριν από δυο χρόνια, τελεσιδίκησε η ιστορία της ζωής του και έφυγε για άλλους κόσμους, χτυπημένος βάναυσα από τον καρκίνο.
Ήταν ένας αγαπητότατος άνθρωπος που έζησε ανάμεσά μας και που υποκλίθηκε στην τέχνη της μπουγάτσας και της γευσιγνωσίας. Κατά γενική ομολογία, υπήρξε μεγάλος μάστορας. Κανείς μέχρι σήμερα δεν του έμοιασε και δεν κατάφερε να τον αντιγράψει. «Έφυγε» και τα μυστικά της συνταγής τα πήρε μαζί του.
Όσο απομακρυνόμαστε από τον χωροχρόνο, όλο και περισσότερο θα αναπολούμε εκείνη την βουλιμική διάθεση για μια πρωινή απόλαυση. Γινόταν σε στοίχιση κανονική διανομή στο μαγαζί του Ζήκου και κανείς δεν κρατιόνταν. Ανέδειξε τη μπουγάτσα με την τέχνη του ως την πιο αναγνωρίσιμη λέξη.
Στη μνήμη του η εφημερίδα δημοσιεύει ξανά το άρθρο – αφιέρωμα που κυκλοφόρησε πριν από έξι χρόνια από τον υπογράφοντα.
Μπουγάτσα «Το Ιδανικόν»
Μια στάση και πάλι σε μια φωτεινή επιγραφή στου χρόνου το γύρισμα, από το κεφαλόσκαλο της νοσταλγίας. Η επωνυμία: Ζήκος- μπουγάτσες. Σύμβολο εποχής. Πρόταση αυθεντική και χώρος γαστρονομικού πολιτισμού. Έγραψε στον χάρτη της πόλης μας με διαχρονική συνέπεια και γευστική απόλαυση. Συναίσθημα και φιλοσοφία παρά απλή διατροφική συνήθεια. Χρώμα και χόρταση στην καθημερινότητα συμπολιτών μας και όχι απλή ανάμνηση η λειτουργία του.
1971-2010. Το Ιδανικόν. Ένα μικρό και γλυκό γωνιακό μαγαζάκι, λίγο πιο πάνω από το πρώτο Γυμνάσιο. Μερικά τραπεζάκια απλωμένα, που έντυναν και γέμιζαν τα λίγα τετραγωνικά με λατρεία και όχι με ασφυξία, αλλά αρκετά να εκπληρώνει όλων τις επιθυμίες.
Ζεστές και νωπές οι θύμισες, σαν τα ζεστά ταψιά του. Και ποιος δεν πέρασε από εκεί για μια μπουγάτσα με κρέμα ή με τυρί, σερβιρισμένη πάντα με συνοδευτικό στρογγυλό κουλουράκι άνευ χρέωσης, ζυμωμένο και φουρνισ- μένο από τον ίδιο με μεράκι και σχεδόν αξεπέραστη τεχνική. Καθισμένος ο πελάτης να την απολαύσει στη λιτή του γωνιά ή στο χέρι. Ο φτωχός κι ο πλούσιος, ο μαθητής, ο περαστικός, ο εργαζόμενος, ο συνταξιούχος, οι μαγαζάτορες της περιοχής, όλοι χωρίς εξαιρέσεις.
Καλοψημένη μοσχοβολιά και χορταστική ευχαρίστηση. Χειροποίητη με φύλο καλοαπλωμένο και πασπαλισμένο με κανέλα. Πρωινό, κο- λατσιό, απογευματινό, βραδινό. Από τις έξη το πρωί μέχρι τις δώδεκα το βράδυ στο πόστο του ο ακούραστος Ευρυπίδης. Μια πρόταση που έφτιαχνε όρεξη. Τα ταψιά να έρχονται λαχταριστά, το ένα πίσω από το άλλο, και το μοίρασμα σε μεγάλα κομμάτια ενεργοποιούσαν όλες τις αισθήσεις των τυχερών.
Μέχρι και τα μωρά κατέκτησε η παρουσία της. Ηρεμούσαν όταν περνούσαν από έξω και έδειχναν το μαγαζάκι – μαγνήτη στους γονείς για μαμ! Και τον ερωτευμένο νέο πώς να τον ξεχάσουμε πίσω από την μεγάλη τζαμαρία, να απολαμβάνει μια κομματάρα μπουγάτσα, με τα μάτια στραμμένα στο δρόμο, και τα συναισθήματα του βαριά αμπαρωμένα, μήπως και περάσει η καλή του να την ιδεί για λίγο, καθώς βάδιζε για το διπλανό γυμνάσιο, στολισμένη με την καταγάλανη ποδιά της!
Α! ρε Ζήκο! Τι τέχνη ήταν κι αυτή! «Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μην δίνει»!
-Για να ιδώ: Θα με φτάσουν τα λεφτά,
Ευριπίδη, για να πάρω και μία για το σπίτι;
-Έχω την έγνοια σου!
Δεν ήταν λόγια αυτά. Ήταν τέχνη γλυκιάς ανθρώπινης συνύπαρξης.
Χαρούμενος με συγκρατημένο χαμόγελο ήταν πάντα ο Ζήκος. Καλοσυνάτος, ευφυής, εργατικός, ακούραστος, άρχοντας ευγένειας, προσηλωμένος πάντα στην ηθική οικονομία, κατά- φερε να γίνει πολιτιστικό κομμάτι της πόλης μας. Ρίζωσε στον τόπο μας με καταγωγή από τα Γιάννενα. Άντεξε στον χρόνο με αξιοπρέπεια, σοβαρότητα και σεβασμό σε όποιον ευλογημένο έμπαινε στο μικρό του γευστικό μαγαζάκι. Ευτύχησε βεβαίως να λειτουργεί με όρους όχι άκρατου ανταγωνισμού, αλλά σχεδόν κοινωνικούς και ανθρώπινους.
Μια πρόταση και ένα χαμόγελο λοιπόν στην ζωντανή, αισιόδοξη κοινωνία της νιότης μας. Συναισθήματα αγάπης μας διαπερνούν σήμερα, επιστρέφοντας στο χρόνο της ζωής αυτής της μικρής επιχείρησης που δεν είναι μακρινός. Σίγουρα όμως είναι παρελθόν, κι αυτό έχει ενδιαφέρον και προκαλεί ρίγη συγκίνησης. Θα λέγαμε ότι άθελά του κράτησε μια τοπική μνήμη ο Ζήκος, την αρχειοθέτησε και έγινε ο εκφραστής μιας μοναδικής τοπικότητας κοντά 40 χρόνια. Ρίσκαρε στην προσπάθεια να σταματήσει το χρόνο στο στέκι του. Και τα κατάφερε. Σήμερα, η απουσία του, μια αισθητική αποστείρωση, στην άλλη καθημερινότητα μας.
Ήταν όλα αυτά μια μικρή σκιαγράφηση, προσεγγίζοντας το θέμα ως λαϊκή αξία, αποτιμώντας έτσι με αγάπη και ευαισθησία την δημιουργική προσφορά ενός ανθρώπου που στάθηκε στην κορυφή της γεύσης για τόσα χρόνια. Ήταν μια προσπάθεια να μετρήσουμε ακόμη τα βήματα μας, να τα μελετήσουμε, μήπως και τα ξαναβρούμε, όπως λένε.
Ευχαριστούμε Ευριπίδη Ζήκο με τα άσπρα σου μαλλιά πλέον, για αυτά που μας προσέφερες, χωρίς στρογγυλεμένες ταμπέλες και επαγγελματικούς καλλωπισμούς. Μας έδειξες πώς να κερδίζουμε μικρές στιγμές ανώτερης ανθρώπινης απόλαυσης στη ζωή μας, κι ελπίζουμε να φανήκαμε κι εμείς αντάξιοι και συνεπείς στις προσδοκίες σου.
Μπουγάτσα «Το Ιδανικόν» τέλος εποχής.