Μάνα με κακοπάντρεψες, το κρίμα στο λαιμό σου./ Την προξενιά που μου ‘κανες και με ‘δωκες στον κάμπο,/ εγώ το κάμα δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω,/ εδώ ο κούκος δε λαλεί, πέρδικες δεν το λένε./ Μάνα, να ‘χεις το κρίμα μου, το κρίμα στο λαιμό σου./ Μάνα μου! Μανούλα μου!
Τραγούδι ελεύθερου ρυθμού, που εκφράζει παράπονο και τραγουδιέται σε παρέες μεμονωμένα, κυρίως από μια γυναίκα. Αναφέρεται στη γυναίκα που έχει παράπονο από τους δικούς της, επειδή την πάντρεψαν σε χωριό του κάμπου. Αναθεματίζει τη μάνα της για την προξενιά ενώ ταυτόχρονα αναπολεί τις ομορφιές και τις χάρες του βουνού, στοιχεία που δε συναντάει στον κάμπο.
Ήταν πολύ δύσκολο εκείνα τα χρόνια για μια γυναίκα από χωριό του βουνού να προσαρμοστεί σε χωριό του κάμπου. Τα ήθη και έθιμα, ο τρόπος ζωής, οι κλιματολογικές συνθήκες, όλα αυτά ήταν εντελώς αντίθετα μεταξύ των δυο γεωγραφικών περιοχών, καθιστώντας έτσι δύσκολη τη ζωή της γυναίκας. Και αν παράλληλα δεν πέρναγε και καλά στην καθημερινή της ζωή, τότε την έπιανε το παράπονο και τραγουδούσε πότε-πότε και κάνα παραπονιάρικο τραγούδι.