Ετυμολογικά η φράση δημόσια υγεία σημαίνει η υγεία του δήμου, δηλαδή των πολιτών ενός οργανωμένου κοινωνικού συνόλου. Όλο αυτό γεννά μια σειρά προβληματισμών όχι μόνο όσον αφορά τη θέση της υγείας στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και στην ίδια υφή και θέση των δημοτικών αρχών που συγκροτούνται στη χώρα.
Μια αρχική παραδοχή είναι πως είναι αδύνατο να συγκροτηθεί οποιαδήποτε μορφή κοινωνικού συνόλου χωρίς να εξασφαλίζει την υγειονομική ασφάλεια των μελών του. Υπό αυτό το πρίσμα τι ακριβώς κάνει μια Δημοτική Αρχή για να διατηρήσει ένα καλό επίπεδο υγείας; Μια πρώτη απάντηση, ειδικά μετά την εμπειρία της πανδημίας του sars cov 2, είναι από το τίποτα στη χειρότερη έως το καμία αφίσα ενημέρωσης στην καλύτερη.
Όπως σημειώνει η ίδια η ΚΕΔΕ, η υγεία στην Ελλάδα είναι συγκεντρωμένη στον κεντρικό κρατικό μηχανισμό με λίγες αρμοδιότητες και δυνατότητες για τις τοπικές κοινότητες. Αυτό αν και αληθές καθώς οι Δήμοι δεν συμμετέχουν στις τρεις κεντρικές βαθμίδες του εθνικού συστήματος υγείας, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν δυνατότητες και αρμοδιότητες στις δημοτικές ενότητες.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στη δημόσια υγεία της εθνικής σχολής δημόσιας υγείας οι αρμοδιότητες που απορρέουν από τη συνταγματική αρχή περί διοίκησης και προστασίας των τοπικών υποθέσεων είναι: Η προστασία των ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ, Κέντρο Ημερήσιας Θεραπείας, Βοήθεια στο Σπίτι). Η προστασία των ευπαθών ομάδων. Η προστασία της οικογένειας (οικογενειακός προγραμματισμός). Η πρόληψη και η προαγωγή της υγείας (εκτίμηση των αναγκών του πληθυσμού, σχεδιασμός και υλοποίηση μέτρων για την πρόληψη νοσημάτων, διαχείριση και εξασφάλιση των ιατρικών πληροφοριών και δεδομένων του πληθυσμού). Ο έλεγχος των υπηρεσιών υγειονομικού ενδιαφέροντος και του περιβάλλοντος της περιοχής (αφορά κυρίως τις περιφέρειες και περιλαμβάνει την υγειονομική επιτήρηση, τον έλεγχο τροφίμων και δομών, την αδειοδότηση).
Όλα τα παραπάνω μόνο ασήμαντα δεν είναι και θεωρητικά γι’ αυτό το λόγο συγκροτούν την αντιδημαρχία υγείας (και τα αντίστοιχα τμήματα υγείας της περιφέρειας). Παρόλα αυτά στην περίπτωση των περισσότερων πόλεων η λειτουργία των υπηρεσιών αυτών είναι διεκπεραιωτική και γραφειοκρατική, με χαρακτηριστικό στοιχείο που προκύπτει πάλι από την εθνική σχολή δημόσιας υγείας πως μόνο το 20% των απασχολούμενων στις υπηρεσίες αυτές προέρχεται από τα πανεπιστήμια, ενώ πολλές περιοχές δεν διαθέτουν καν γιατρό δημόσιας υγείας. Όλα αυτά συντελούν στο να μη παράγεται πολιτική υγείας με βάση τις ανάγκες των πολιτών επιβαρύνοντας το πορτοφόλι τους και την ευημερία τους.
Ακόμα και με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο υπάρχει η δυνατότητα λειτουργίας μιας σοβαρής αντιδημαρχίας υγείας (και αντίστοιχα των τμημάτων δημόσιας υγείας και ελέγχου της περιφέρειας), η οποία όντας εφοδιασμένη με το κατάλληλο προσωπικό και την απαραίτητη πολιτική βούληση μπορεί να συγκροτήσει πολιτική υγείας προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Η πολιτική αυτή μπορεί να περιλαμβάνει: Δημοτικά ιατρεία και οδοντιατρεία, τα οποία θα απαντούν στις ανάγκες πρωτοβάθμιας περίθαλψης και πρόληψης του πληθυσμού σε μια συγκυρία όπου μια μεγάλη μερίδα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις ανάγκες αυτές, οι οποίες ικανοποιούνται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα. Μελέτη και καταγραφή των υγειονομικών αναγκών και προβλημάτων του πληθυσμού, ώστε σε περίπτωση ανάγκης ή κινδύνου να υπάρχει άμεση πρόσβαση και κάλυψή τους.
Ενίσχυση των δομών απασχόλησης είτε αφορά τον πληθυσμό των παιδιών είτε των ηλικιωμένων. Εκπόνηση προγραμμάτων συγκροτημένης ενημέρωσης και παρέμβασης σε τομείς πρόληψης (σεξουαλική αγωγή, προφύλαξη, διατροφή, εμβολιασμός), ιδιαίτερα σε πληθυσμούς που παρουσιάζουν πιο έντονες ανάγκες. Διατήρηση του επιπέδου υγείας του οικοσυστήματος μέσα από προγράμματα ψεκασμού και απεντόμωσης, καθαρισμού στάσιμων υδάτων και εγκαταλελειμμένων κτηρίων. Προστασία των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας και της αλιείας και ενίσχυση των μικρών τοπικών παραγωγών και συνεταιρισμών για την αναβάθμιση της ποιότητας και της διαθεσιμότητας των τροφίμων. Διεκδίκηση της διατήρησης και ενίσχυσης των δομών του εθνικού συστήματος υγείας της περιοχής (νοσοκομείο, Κέντρα Υγείας, ΤΟΜΥ).
Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να γίνουν μέσα από δημοτικές παρατάξεις με επίκεντρο τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις γενικόλογες ευχές για μια βιώσιμη πόλη. Χρειάζεται μια δημοτική παράταξη με συγκροτημένο πρόγραμμα το οποίο θα συγκρούεται με τις πολιτικές λιτότητας της ΕΕ και με τη λογική της μετατροπής της υγείας από κοινωνικό αγαθό σε εμπορεύσιμο προϊόν. Η Λαϊκή Συσπείρωση τοπικά και πανελλαδικά έδειξε μέσα στην πανδημία, μέσα στα Δημοτικά Συμβούλια και μέσα από την καθημερινότητα των μελών της πως και γνώση των προβλημάτων και των δυνατοτήτων έχει, αλλά κυρίως έχει βούληση να παλέψει για να ανατρέψει την υπάρχουσα κατά- σταση που θέλει την τοπική υγεία έρμαιο στις ορέξεις του κεφαλαίου και τον Δήμο άμοιρο παρατηρητή των εξελίξεων.
ΥΓ: Χαρακτηριστική η μείωση των δαπανών τόσο στην τοπική υγεία όσο και στο κράτος στον παρακάτω πίνακα:
*Ο Πάνος Χριστοδούλου είναι βιοπαθολόγος/ εργαστηριακός ιατρός, υποψήφιος με την Λαϊκή Συσπείρωση στο Δήμο Αρταίων, ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης