Το διψασμένο άλογο
Έχω ένα άλογο κατάμαυρο./ Αυτό δεν είναι ένα απλό άλογο. Άτι είναι, πανέμορφο./ Τρέχουν οι φοράδες στο κάλεσμά του./ Στα δυο τους πόδια στέκονται, κάνοντας προσευχή στον επιβήτορα./ Τρέχει τ’ άλογο, τρέχει./ Ελεύθερο στα πράσινα παραθύρια τού κόσμου./ Διψάει τ’ άλογο και ρωτάω αγρότες στους κάμπους να μου πουν πού υπάρχει πηγή με καθαρό νερό./ Δεν έχεις άλογο μου απαντούν./ Καβαλάω τ’ άλογο και πάω, καλπάζοντας, πάνω στα βουνά./ Τους βοσκούς ρωτάω που υπάρχει πηγή με καθαρό νερό για να το ποτίσω./ Δεν έχεις άλογο μου απαντούν./ Στον ύπνο έρχεται ο πατέρας μου. Και τον ρωτάω που θα βρω πηγή με καθαρό νερό για να ποτίσω τ’ άλογο./ Δεν έχεις άλογο, μου λέει./ – Και συ πατέρα; Δεν βλέπεις το κατάμαυρο άλογο;/ Και μέσα στο βαθύ ύπνο μου, εκεί που τ’ όνειρο στρώνει τραπέζι στις επιθυμίες, ακούω τη μάνα μου, από τις πύλες του ανύπαρκτου, να μου ψιθυρίζει./ – Το πότισα εγώ τ’ άλογο. Εσύ ξεκουράσου.

Πέρα απ’ τον κύκλο
Η αείρροη και υπέρτατη ελευθερία δεν είναι η μοναξιά./ Είναι η πειθαρχία στο παραλήρημα./ Είναι ο διάλογος με τον ίλιγγο του μηδενός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ