Η δική μου ορφάνια ήταν σαν ένα σκοτεινό σπήλαιο που από πουθενά δεν έμπαινε φως. Γιατί εγώ δε γνώρισα τον πατέρα μου. Δε με κράτησαν και δε με παίξανε εμένα τα πατρικά χέρια.

Αφήγηση Βαγγέλη Βαγγέλη
Ήταν μόλις λίγα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και το πέρασμα στην καρδιά πλέον του ψυχρού πολέμου. Μεγαλώνοντας στους μαρτυρικούς τόπους, τους οποίους μετέτρεψαν σε ερείπια οι στρατιώτες της γερμανικής Βέρμαχτ, αρχίσαμε να δεχόμαστε μια ομοβροντία «μαθημάτων» και «φρόνιμων αναλύσεων», πως για την ανελέητη σφαγή των χωριών μας δεν έφταιγαν μόνο οι Γερμανοί. Έφταιγαν και οι Έλληνες. Έφταιγαν ακόμη και οι απλοί χωρικοί, αλλά κυρίως οι αντάρτες. Και όχι οι αντάρτες του ΕΔΕΣ. Αλλά οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Οι νεκροί δεν ήταν θύματα μόνο -ή τόσο- των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, αλλά θύματα εξίσου και της ελληνικής αντίστασης!
Οι νουθεσίες αυτές πύκνωσαν ιδιαίτερα την περίοδο της χούντας. Όταν οι συνταγματάρχες «έσωσαν» την πατρίδα μας απ’ τον κομουνισμό! Και είχαν βέβαια -οι νουθεσίες- διπλή αποστολή: από τη μια να καλλιεργήσουν την αποστροφή μας προς την ιδεολογία του κομουνισμού, αφού οι κομουνιστές ήταν οι αιμοχαρείς σφαγείς, που προκαλούσαν τους Γερμανούς και στάθηκαν η αιτία να κάψουν και τα δικά μας χωριά· και να μετριάσουν, απ’ την άλλη, το μίσος μας για τη Γερμανία, η οποία, σύμμαχος πλέον χώρα, «μας βοηθούσε» δίνοντας δουλειά σε αρκετούς χωριανούς μας, που αναγκάστηκαν λόγω φτώχειας να «φιλοξενηθούν» στις δικές της φάμπρικες! Καμιά κουβέντα, φυσικά, για δικαιοσύνη και αποζημίωση!
Όλα τότε έμοιαζαν κάπως απλοϊκά και αφελή: ανήκαν στη γνωστή και χοντροκομμένη προπαγάνδα των εκφραστών και υπερασπιστών της εθνικοφροσύνης, η οποία είχε συνάψει μια ιδιότυπη ιδιοκτησιακή σχέση με την ιστορία. Κανείς άλλος πέραν αυτών δεν είχε δικαίωμα να μιλά για τις κτηνώδεις πράξεις των σφαγών και ολοκαυτωμάτων. Όταν τη δεκαετία του ’80 σπάσαμε τα φράγματα τα σιωπής και αρχίσαμε να μιλάμε -άφοβα πλέον- για το έπος της εθνικής αντίστασης και να την τιμάμε με διάφορες εκδηλώσεις, τότε βρεθήκαμε μπροστά στην άλλη ιστορία: ο σωφρονισμός και η τρομοκρατία που επιχειρούσαν τα στελέχη της αντίδρασης, δεν ήταν μια τοπική παραξενιά, δεν αφορούσε τα δικά μας μονάχα χωριά. Ήταν μια οργανωμένη και μεθοδική εθνική πολιτική, που την έπλεκαν με μιαν αγαστή συνεργασία οι ελληνικές και οι γερμανικές αρχές.
Τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949) όσο και μετά το τέλος του, Έλληνες αξιωματούχοι επιδίδονταν σε ποικίλες δηλώσεις και πρακτικές νομιμοφροσύνης απέναντι στους δυτικούς συμμάχους, οι οποίοι ανέλαβαν να ξαναστήσουν στα πόδια της την ταπεινωμένη και ερειπωμένη Γερμανία, για να ενισχυθεί το κοινό μέτωπο εναντίον του κομουνιστικού κινδύνου! «Οι Δυτικογερμανοί εκπρόσωποι δυσανασχετούσαν για κάθε “άκαιρη” αναφορά στο κατοχικό παρελθόν, που αποτελούσε απόκλιση από την τρόπον τινά πολιτική κατευνασμού της δεκαετίας του ’30», σημειώνει ο Χάγκεν Φλάισερ (Οι πόλεμοι της μνήμης, σελ. 530). Και συνεχίζει επεξηγώντας πιο χαρακτηριστικά: «Όσοι Έλληνες δηλαδή “έξυναν παλαιές πληγές” εμφανίζονταν στις γερμανικές εκθέσεις ως αντι-Γερμανοί, ένας χαρακτηρισμός που έτεινε να εξομοιωθεί με αυτόν του κομμουνιστή».
Ένα διαρκές πηγαινέλα Ελλήνων και Γερμανών υπουργών και υψηλών προσωπικοτήτων έθετε στο κέντρο των συσκέψεων, συζητήσεων και δηλώσεων την «ανάγκη» να περάσει στη λήθη το κεφάλαιο των γερμανικών εγκλημάτων στην Ελλάδα και να μπουν οι δύο χώρες, Γερμανία και Ελλάδα, στον κανονικό δρόμο της φιλίας και της συνεργασίας. «Όποιος δεν ξέρει να συγχωρεί δεν μπορεί να δρα δημιουργικά», δήλωνε το 1954 ενώπιον γερμανών δημοσιογράφων ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Παπάγου Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Την ίδια εποχή η δυτικογερμανική διπλωματία χαιρέτισε με ενθουσιασμό δήλωση του βασιλιά Παύλου, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αμερική, το φθινόπωρο του 1953, «ότι ο αγώνας εναντίον των “συμμοριτών” στοίχισε στην Ελλάδα περισσότερα θύματα σε σχέση με τα θύματα της Κατοχής» (βλ. Katerina Kralova, Στη σκιά της κατοχής, σελ. 164).
Έχουν περάσει τα χρόνια. Το «σιδηρούν παραπέτασμα» εξέλιπε πλέον, ο κομουνιστικός κίνδυνος απομακρύνθηκε, το τείχος του Βερολίνου κατεδαφίστηκε, οι δύο Γερμανίες έγιναν μία. Το θέμα των γερμανικών οφειλών επανήλθε. Άνοιξε μαζί μ’ αυτό και το τραύμα της κατοχικής μνήμης. Είκοσι εφτά χρόνια πριν, το 1996, σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, επιστημονικής και πνευματικής ζωής της χώρας μας, με πρωτεργάτη τον Μανώλη Γλέζο, προχώρησαν στην ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα (ΕΣΔΟΓΕ). Στη συνέχεια ιδρύθηκαν σε μαρτυρικούς δήμους και χωριά φορείς μνήμης και μελέτης των σφαγών και των ολοκαυτωμάτων.
Η όλη αυτή κινητικότητα αποσκοπεί στη διατήρηση και στο σεβασμό, από τη μια, της ιστορικής μνήμης και στη διεκδίκηση, από την άλλη, των γερμανικών οφειλών. Μέσα στο νέο αυτό τοπίο, όπου ενισχύεται και μεγαλώνει το κίνημα δικαιοσύνης και διεκδίκησης, το γερμανικό κράτος επιχειρεί εκ νέου, με πιο μεθοδικές πλέον πρωτοβουλίες, να αναχαιτίσει τη δυναμική του, αλλά και να χειραγωγήσει την ιστορία, θολώνοντας και μαζεύοντας, κατά κάποιον τρόπο, το στίγμα που άφησαν στους νεότερους Γερμανούς οι εγκληματικές πράξεις των προγόνων τους.
Σε αρκετές περιπτώσεις εκπρόσωποι της Γερμανίας ζήτησαν συγνώμη από τον ελληνικό λαό για τις κτηνωδίες του τρίτου ράιχ. Κορυφαία περίπτωση η συγνώμη του προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρα- τίας της Γερμανίας, Γιοακίμ Γκάουκ, στους Λιγκιάδες Ιωαννίνων, τον Οκτώβρη του 2014. Η συγνώμη αυτή θα αποκτήσει σάρκα και ουσία όταν το γερμανικό κράτος πληρώσει στην Ελλάδα τις οφειλές του, την ύπαρξη των οποίων δεν αρνείται, αλλά ισχυρίζεται πως το θέμα τους έκλεισε το 1953. Οι όποιες πρωτοβουλίες σχετίζονται με το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον, την Ελληνογερμανική Συνέλευση, το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας κλπ. προαπαιτούν για την αποδοχή τους την αναγνώριση των ελληνικών διεκδικήσεων εκ μέρους της γερμανικής κυβέρνησης και τη δέσμευσή της ότι θα φανεί συνεπής απέναντι σ’ αυτό το ιστορικό δίκαιο.
Κάθε άλλη κίνηση που παραβλέπει την ιστορική αυτή αναγκαιότητα, εκπορεύεται από προθέσεις πονηρές και εμπεριέχει δόλιους σκοπούς. Που προσβάλλουν την ιστορία μας και θίγουν την αξιοπρέπειά μας.
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ