Η γλώσσα μας ταξιδεύει από την περασμένη Τετάρτη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Γνωρίζουμε ιδιωματισμούς, ντοπιολαλιές, περίεργες φράσεις και λέξεις που συναντώνται σε διάφορα μέρη της χώρας μας.
Γκαρκανούλι = μαύρο στο δέρμα γυφτάκι.
Γκδων (το) = το κυδώνι.
Γκιζεράω = κάνω άσκοπες βόλτες από δω κι από εκεί.
Γκίκος (ο) ή γιούκος = στοίβα από ρούχα.
Γκιούμ = η μικρή στάμνα.
Ο γκόρος = ο πάσλας, ο τενεκές.
Γκουντλάω = κουτουλάω.
Γκουστέρι (η) = η σαύρα.
Γκουτζάμ = είναι πλέον στην κατάλληλη ηλικία ή μέγεθος.
Γκυλιέμαι = σέρνομαι.
Γλιέπω = βλέπω, τράω.
Γούπατο (το) = μικρό μέρος που βρίσκεται χαμηλότερα από την γύρω περιοχή.
Γρι = τίποτε, εντελώς.
Δαμάλι = η αρσενική αγελάδα.
Δάχλο (το) = δάχτυλο.
Δραγάτς (ο) = παλιά ο αγροφύλακας.
Δρομίτσα (η) = είδος ψαριού που ζει στα γλυκά νερά.
Δροτσίλι (το) = μικρό σπυράκι στο πρόσωπο.
Έφκα = αόριστος του ρήματος φεύγω.
Ζαβλακώνομαι = χαζεύω.
Ζβάρα, μετς, μπάντιες.
Ζγκατάψυξ = στην κατάψυξη.
Ζγουρ (το) = κρέας πρώτης ποιότητος (χρονιάρικο).
Ζέχνω = μυρίζω υπερβολικά.
Ζιάπα (η) = μεγάλος σε μέγεθος βάτραχος.
Ζιαπώνω = συλλαμβάνω.
Ζιουγκαρ (το) = λίπωμα εμφανές στο σώμα.
Ζουπάω = πιέζω αφόρητα.
Ζλαπ (το) = το ζαρκάδι.
Ζμι (το) = το υγρό αποτέλεσμα βρασίματος.
Ζνόασ’ = στην «Όαση», στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Ζουρλός = τρελός.
Θκόμ = δικό μου.
Κακάδια (τα) = υπολείμματα από τις εκκρίσεις της μύτης που έχουν ξεραθεί.
Καλαμποτσόκαλο (το) = το απομεινάρι του καλαμποκιού.
Καπούσκο = καμπολάχανα.
Κατσαπλιάς = ο αντάρτης, ο άτακτος στρατιώτης.
Κατώι = το υπόγειο.
Κλαζιάδες = χωριό Δροσοχώρι (άρχοντες πάνω στον λόφο).
Κλαπατσίγκαλα (τα) = μουσικά όργανα.
Κλασομπανιέρας (ο) = φοβιτσιάρης.
Κλουρ = το κουλούρι.
Κοτάω = τολμώ.
Κουμούτσι = κρέας ψαχνό.
Κριτσανάω = τρώω με πολύ θόρυβο.
Κρεματζλιέμαι = κρεμιέμαι.
Κρένω = μιλάω.
Κρούνα = κοράκι.
Κταβ = νεογέννητο σκυλί.
Λελέκι = ο υπερβολικά αδύνατος, πελαργός.
Λιθάρ (το) = πέτρα.
Μαξιούμ (το) = το μικρό παιδί.
Μοσκέτο = ντουλαπάκι που παλιότερα χρησιμοποιούνταν ως ψυγείο.
Μπάκα = η κοιλιά.
Μπακακάκι (το) = το βατραχάκι.
Συνεχίζεται