Ενα Αυγουστιάτικο Κυριακάτικο πρωινό, τη δεκαετία του εξήντα, στο γειτονικό Αγρίνιο με περίμενε από τον αείμνηστο πατέρα μου μια μεγάλη έκπληξη. Μαζί με έναν φίλο του, που είχε κι εκείνος αγόρι της ηλικίας μου, μας πήραν και πήγαμε όλοι μαζί στο χώρο του αεροδρομίου, για να «μάθουμε» εμείς τα παιδιά ποδήλατο. Για κίνητρο μας είπαν ότι, αφού μεγαλώσουμε κάμποσο και το μάθουμε καλά, θα μας αφήνουν να οδηγούμε και μηχανάκι.
Νοίκιασαν ένα ποδήλατο στα μέτρα μας και ξεχυθήκαμε εκ περιτροπής στην απέραντη ευθεία για εκπαίδευση. Τα πεσίματα απανωτά, αλλά ποιος νοιαζόταν γι’ αυτά.
Την ηρεμία της μέρας και τις παιδικές φωνές ήλθε να διαταράξει η ξαφνική προσγείωση ενός μεγάλου αεροσκάφους – έτσι το βλέπαμε τότε – που χαμήλωνε, χαμήλωνε, μέχρι που ακινητοποιήθηκε μπροστά στα μάτια μας. Έκπληξη και θαυμασμός. Ρίγος και συγκίνηση. Ήταν μία από τις περίφημες ΝΤΑΚΟΤΕΣ που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Αγρίνιο – Γιάννενα.
Παρατήσαμε το ποδήλατο και τρέξαμε προς τα κει που σταμάτησε. Άνοιξε από τα πλάγια μια πόρτα, έπεσε μια μικρή σκάλα και κατέβηκαν οι επιβάτες. Όχι πάρα πολλοί. Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι όλοι καλοντυμένοι. Κοιταχτήκαμε λίγο μεταξύ μας και χωρίς λό- για πήραμε την απόφαση να πάμε κοντά του, να το δούμε καλύτερα και να το περιεργαστούμε. Επιβλητικό και πρωτόγνωρο για μας. Θαυμάσαμε τους τροχούς, τους έλικες και τα μεγάλα του φτερά. Αμ, δεν αρκεστήκαμε σ’ αυτό. Διαπιστώνοντας ότι δεν μας εμπόδιζε κανείς, αστυνόμους δεν βλέπαμε πουθενά, ανεβήκαμε με γρήγορα βήματα τη σκά- λα και βρεθήκαμε περίεργοι, ευτυχισμένοι και με μια μικρή ταχυκαρδία μέσα στο χώρο των επιβατών.
Είπαμε να κάνουμε τους εξερευνητές και τους μικρούς ήρωες των παραμυθιών. Να γίνουμε σαν τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο. Μας δόθηκε μια πρώτης τάξης ευκαιρία να νιώσουμε κι εμείς μεγάλοι και να αγγίξουμε το μύθο με τα ίδια μας τα χέρια. Ανέμελη παιδικότητα μαζί με αφελή ενθουσιασμό. Ίσως και να είχαμε καταλάβει από ένστικτο το γεγονός, ότι η μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας είναι να ονειρεύεσαι ότι μπορείς να πετάξεις. Καθίσαμε για λίγο στα καθίσματα και απογειωθήκαμε με τη φαντασία μας. Στη συνέχεια τραβήξαμε προς τα κει που κάθεται ο αεροπόρος και το οδηγεί. Από την ανοιχτή πόρτα του πιλοτηρίου χαζεύαμε τα χειριστήρια, τα στρογγυλά γυάλινα όργανα και τα πολλά κουμπιά.
Ξαφνικά εμφανίζεται ένας ένστολος που με αυστηρότητα και βροντερή φωνή απευθύνεται σε εμάς. Φοβηθήκαμε πολύ και, αντί να πάμε προς την πόρτα εξόδου, πήγαμε και κρυφτήκαμε κάτω από τα καθίσματα των επιβατών. Πώς μας έβγαλαν έξω δεν μπορώ να θυμηθώ κι ούτε έχει νόημα να πλάσω κάποιο μύθο. Το πλήρωμα του αεροπλάνου, αντί να μας ξεναγήσει και να μας κεράσει κανένα παγωτό ξυλάκι, μας πήρε στο κατόπι… Ο τρόμος εγκαταστάθηκε στο σώμα μας και οι λέξεις δεν έβγαιναν. Ωστόσο, μπορώ να θυμηθώ το δαιμονισμένο θόρυβο που έκανε η μηχανή της Ντακότας λίγο πριν την απογείωση που ενέτεινε την έκπληξή μας.
Τρέξαμε δυνατά και φτάσαμε στο παρατημένο ποδήλατο που το βρήκαμε εκεί που το είχαμε αφήσει. Οι γονείς μας ούτε που πήραν είδηση τι είχε συμβεί. Είναι βιώματα αυτά που μοιάζουν με όνειρο. Αλλά όνειρο και κόσμος δεν είναι ένα; Όταν είμαστε δέκα χρονών απολαμβάνουμε την αιώνια ζωή μας. Το αεροπλάνο, αφού τροχοδρόμησε, άρχισε να ανε- βαίνει, να ανεβαίνει και να χάνεται στον ορίζοντα. Τους επιβάτες περίμεναν κάτι απαστράπτουσες κουρσάρες για να αποχωρή- σουν. Μείναμε τότε οι δυο μας για να συνεχίσουμε την εκπαίδευση. Μαλωμένοι, ανδρειωμένοι και σπουδαίοι. Όλος ο χώρος δικός μας κι ολότελα έρημος. Είχαμε να λέμε μετά στους συμμαθητές μας για τα κατορθώματά μας.
Εκείνη τη μέρα νιώσαμε ότι μπήκαμε όχι σε αεροπλάνο, αλλά σε έναν καινούργιο κόσμο. Πλουτίσαμε από εμπειρία, εικόνες και συναισθήματα. Ο κύκλος των γνώσεων με αντικείμενα από το άμεσο περιβάλλον μας ποτέ δεν ξέρεις πότε ξεκινά.
Παιδιά με πολλά όνειρα τότε, θυμάμαι, είχαμε συμφωνήσει με τον Γιώργο, στο επόμενο εκπαιδευτικό ραντεβού, να γνωρίσουμε από κοντά και κανένα διαστημόπλοιο! Μόνο που η Αμερική μάς έπεφτε πολύ μακριά και εκεί οι φύλακες δεν αστειεύονταν…