Ισως είναι απαραίτητη μια μικρή ιστορική αναδρομή, για να θυμηθούμε πως η Α’ Ελληνική Δημοκρατία καλύπτει τη χρονική περίοδο 1821-1832, η Β’ την περίοδο 1924-1935, και η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία αρχίζει από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 και φτάνει μέχρι το σήμερα.
Η ιστορική περίοδος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν και είναι η καλύτερη περίοδος στα διακόσια χρόνια του ελεύθερου νεοελληνικού κρά- τους. Για να γίνει κατανοητή η άποψη αυτή, μιας και αρκετοί αμφισβητούν ως και τη φύση του πολιτεύματός μας, θα πρέπει να υπάρχει ως προϋπόθεση μια στοιχειώδης ιστορική γνώση και ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας παιδείας που θα έδινε τη δυνατότητα κριτικής και σύγκρισης με το παρελθόν στους τομείς της πολιτικής σταθερότητας, της ειρήνης, της εθνικής συμφιλίωσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του βιοτικού επιπέδου και της πρόνοιας για τους ασθενέστερους πολίτες.
Ωστόσο, αυτή η καλύτερη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία απέτυχε στον πιο νευραλγικό κι ευαίσθητο τομέα της, που αποτελεί και την καρδιά τής κάθε Δημοκρατίας: Στην Εκπαίδευση και στην Παιδεία. Επει- δή στα 30, περίπου, χρόνια της αρθρογραφίας μου έχω γράψει πολλά άρθρα όπου αναφέρθηκα στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που κατά κανόνα απέτυχαν, και όπου προσπάθησα να ξεκαθαρίσω ότι κακώς χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες έννοιες η Εκπαίδευση και η Παιδεία, θα ήθελα να μην επαναλάβω για άλλη μια φορά τα ίδια και να υποστηρίξω σήμερα πως δεν έχω καμία αντίρρηση ούτε με την αξιολόγηση, ούτε με τα «προγράμματα», ούτε με τις δράσεις, ούτε με τους διαδρασ-τικούς πίνακες, ούτε με την ψηφιακή μεταρρύθ- μιση, αρκεί να μη λέμε «πρότζεκτ», αρκεί να μην κα- ταναλώνουμε ως φρέσκα τα κατεψυγμένα λαχανάκια Βρυξελλών, κι αρκεί να μη μας διαφεύγει ότι το σύγχρονο Σχολείο πονάει αλλού.
Το Σχολείο της Μεταπολίτευσης με τις χοντρές αλυσίδες και τα ψηλά συρματοπλέγματα, αργά αλ- λά σταθερά, έχασε την ψυχή του, τον οίστρο του, τις αξίες του, την κλασσική του παιδεία. Η αλλοτρίωση αυτή συνιστά ένα εγγενές εσωτερικό ρήγ- μα που είναι μία από τις κύριες αιτίες της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής μας δυσανεξίας, την οποία «μας βολεύει» να την αποδίδουμε πάντα στους κακούς ξένους που «θέλουν το κακό μας», χωρίς να υποπτευόμαστε καν ότι αυτό το άλλοθι μας υποβιβάζει και μας απαξιώνει, φορτίζοντας με αρνητικό περιεχόμενο τους στίχους του ποιητή «πεινάσαμε στης γης την πλάτη, σαν φάγαμε καλά, πέσαμε εδώ στα χαμηλά ανίδεοι και χορτάτοι».
Παιδεία είναι η αισθητική ενός λαού. Είναι η μόρφωσή του, η ευγένειά του, η λεπτότητά του, η διακριτικότητά του, ο σεβασμός του, η αυτοπειθαρχία του. Δεν είναι απλά η ένταξη ενός ατόμου σ’ ένα κόμμα και η τιτλούχα ιδιότητά του, αλλά ο συλλογικός και ο πολιτικός του ρόλος. Είναι η συνείδηση ότι το πεταμένο παρελθόν των υλικών και πνευματικών αξιών του τόπου μας μαζί με τα πλαστικά στις άκρες των δρόμων μας-σπονδή την ιδεολογία των φρέντο, μαζί με την σπονδή των καμένων δασών μας, είναι μια δυσοίωνη πραγματικότητα που καταδιώκει το παρόν σαν απαγορευμένο μέλλον.
Γιατί, όπως υποστηρίζει ο στοχαστής Στέλιος Ράμφος «Η κατανόηση της ζωής δημιουργεί πολιτισμό. Όχι η αναμηρυκαστική πρόσληψη του καθιερωμένου συμβατικού της νοήματος αλλά η εκτίναξη των πνευματικών δυνάμεων μιας κοινωνίας προς ανώτερες μορφές υπάρξεως. Έτσι δημιουργείται μέλλον, έτσι ανοίγεται και ανοίγει η ιστορία. Πάνω από βιολογική, η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πολιτισμική και ιστορική. Η προσαρμογή στα δεδομένα απεργάζεται το τέλμα της παθητικότητας. Μόνο πλαταίνοντας η ψυχή μπορεί να κλείσει μέσα της μόνιμα τα μεγάλα έργα του παρελθόντος. Η στερεότυπη επανάληψη στενεύει την ψυχή και τη στειρώνει».