Καθώς πλησιάζει το Φθινόπωρο και οι αυτοδιοικητικές εκλογές, τόσο και πληθαίνουν οι εμφανίσεις υποψηφίων δημάρχων, δημοτικών και τοπικών συμβούλων στις διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, τοπικές επετείους αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτά τα τελευταία αποτελούν, μάλιστα, μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση, καθώς οι περισσότεροι/ες υποψήφιοι δήμαρχοι επιλέγουν αυτά τα μέσα για να κάνουν την παρουσίαση των υποψηφίων συμβούλων που πλαισιώνουν το ψηφοδέλτιό τους, συνήθως με κολακευτικά λόγια για την προσφορά του/της κάθε υποψήφιου/ας στην τοπική κοινωνία.
Πολλοί, μάλιστα, από τους/τις επίδοξους τοπικούς άρχοντες, επιλέγουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να παρουσιάσουν στο κοινό το όραμα και το πρόγραμμά τους για το δήμο τους. Εδώ, όμως, είναι που εντοπίζεται ένα σημαντικό πρόβλημα. Γιατί, όπως ακριβώς έχου- με μπερδέψει την εικονική πραγματικότητα με την πραγματική ζωή, έτσι ακριβώς, πολλοί υποψήφιοι έχουν μπερδέψει την ανακοίνωση προγράμματος με τη διακήρυξη αρχών και προθέσεων ή την ανάπτυξη ευχολογίου για το μέλλον.
Για να γίνει πιο ξεκάθαρο τι εννοώ, θα πρέπει να τονίσω πως δεν είναι κακό, κάποιος να διατυπώνει τη θέση του ή το όραμά του για την πόλη μας ή για τον τόπο γενικότερα. Ούτε είναι κατακριτέο να εκφράζει τις απόψεις του ή τις ευχές του για το τι θα έπρεπε ή τι πρέπει να γίνει για να βελτιωθούν τα πράγματα. Ακόμα καλύτερα είναι όταν ασκεί εποικοδομητική κριτική, θίγοντας τα κακώς κείμενα και αντιπροτείνοντας κάτι που ο ίδιος ή η ίδια θεωρεί σωστό. Αυτό που θεωρώ πρόβλημα είναι ότι συχνά αυτές οι απόψεις, οι ευχές ή οι προθέσεις παρουσιάζονται ως πρόγραμμα άσκησης πολιτικής, τουτέστιν ως πρόγραμμα για την πορεία του τόπου κατά την επόμενη τετραετία. Κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό και δεν θα πρέπει να γίνεται και θα εξηγήσω το γιατί.
Τι σημαίνει πρόγραμμα για την ανάπτυξη του τόπου ή ακόμα και πολιτικό πρόγραμμα γενικώς; Στην αντίληψή μου ένα πρόγραμμα είναι η καταγραφή και ανάλυση όχι μόνο των επιδιώξεων και επιθυμιών ενός κόμματος ή μιας αυτοδιοικητικής παράταξης, αλλά και η (αν όχι αναλυτική, οπωσδήποτε αρκετά σαφής) περιγραφή των τρόπων, μεθόδων και μέσων με τα οποία θα επιτευχθούν οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες αυτές, καθώς και μια κοστολόγησή τους, για να γνωρίζουν οι πολίτες (εν προκειμένω οι δημότες) τι και πώς και πότε θα κληθούν να πληρώσουν (μέσω των φόρων, δη- μοτικών τελών κ.λπ.).
Για παράδειγμα, δεν αρκεί να πω ότι θα κάνω τον Άραχθο και το παραποτάμιο πόλους έλξης τουριστών, θα πρέπει και να παρουσιάσω ένα σχέδιο για το πώς θα το καταφέρω αυτό, πού θα βρω χρήματα για να αναπτύξω τις σχετικές υποδομές, πώς θα ξεπεράσω το σκόπελο της ΔΕΗ, πώς θα προστατεύσω το χώρο, ποιους χορηγούς μπορώ να εξασφαλίσω και αν και κατά πόσον αυτά όλα θα επιβαρύνουν ή όχι τους δημότες.
Δεν αρκεί να πω ότι θα ξαναλειτουργήσω το ΞΕΝΙΑ ως ξενοδοχείο (κάτι που απ’ ό,τι φαίνεται η πλειονότητα των αρτινών θα ήθελε), αλλά πρέπει να παρουσιάσω κι ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα εξεύρεσης επενδυτών ή τεχνικές προσέλκυσής τους, καθώς υπάρχει η πιθανότητα να μην καταφέρω τίποτε, αν δεν έχω σχέδιο. Δεν αρκεί μόνο να πω ότι θέλω την Άρτα κέντρο εκδηλώσεων με σπουδαία και «τρανταχτά» ονόματα, αλλά πρέπει και να προσφέρω εναλλακτικές προτάσεις για χώρους που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν πολυπληθείς εκδη- λώσεις που θα συγκινούσαν τέτοια ονόματα, ελκυστικές προτάσεις για μελλοντικούς χορηγούς (χορηγικά πακέτα, διαφημιστικά πακέτα κ.λπ.).
Αν μείνω μόνο στα λόγια, χωρίς προτάσεις είτε θα πείσω τους πολίτες να με ψηφίσουν και μετά θα τρέχω και δε θα φτάνω, γιατί δεν θα γνωρίζω πώς θα υλοποιήσω όσα έταξα, είτε θα χάσω (το πιθανότερο) την όποια αξιοπιστία μου, άρα και τη δυνατότητα να βοηθήσω τον τόπο μου ουσιαστικά, με όποιον τρόπο μπορώ.
Δυστυχώς, η απουσία συγκροτημένων προγραμμάτων δεν είναι αδυναμία μόνο της τοπικής πολιτικής σκηνής (τολμώ να πω, μάλιστα, ότι οι υποψήφιοι δήμαρχοι συνήθως έχουν πιο ουσιαστικές και ολοκληρωμένες προτάσεις στα προγράμματά τους από τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων που περιορίζονται σε γενικολογίες), αλλά αποτελεί μέγιστο πρόβλημα της πολιτικής εν γένει, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό που αποτελεί ίδιον σχεδόν αποκλειστικά των Ελλήνων αλλά και των αρτινών ειδικότερα, είναι η αδυναμία τους να καθίσουν όλοι/ες μα- ζί, να συζητήσουν και να συμφωνήσουν σε δυο-τρεις, άντε πέντε, άξονες ανάπτυξης της περιοχής, ώστε να υπάρχει συμπόρευση όλων των παρατάξεων στα βασικά προβλήματα. Δε νομίζω να διαφωνεί κανείς ότι χρειάζεται η περιοχή μας ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, ότι θα πρέπει να εξασφαλιστούν πόροι για την προσέλκυση νέων με νέες θέσεις εργασίας, ότι επιβάλλεται η ενίσχυση των κοινωνικών υποδομών, ότι μπορεί να αξιοποιηθεί ακόμη περισσότερο ο φυσικός μας πλούτος για τουριστική ανάπτυξη.
Αν συμφωνούμε όλοι σε αυτά τα βασικά, οφείλουμε να συνεννοηθούμε (κυρίως όσοι/ες κατέρχονται ως υποψήφιοι στον αυτοδιοικητικό στίβο) και να παραμερίσουμε τις όποιες διαφορές. Ας αφήσουμε τις διαφορές να εμφανιστούν στο πρακτικό κομμάτι, αφού, όμως, όλοι/ες μαζί θα έχουμε επιτύχει τον αρχικό μας στόχο. Αυτό το τελευταίο αποτελεί οπωσδήποτε μια ευχή. Μένει να δούμε αν όσοι/ες ζητούν την ψήφο μας έχουν να μας δείξουν.