Για δέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει./ Φυτρώνει μες στα τρίκορφα, στις πέτρες, στα λιθάρια./ Τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τ’ αγρίμια και ημερεύουν./ Τον τρων τα λάγια πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους./ Τον τρώνε και τα άλογα, φοράδες κι απορρίχνουν./ Ποτέ του δεν ποτίζεται και δεν κορφολογιέται./ Ας έτρωγε κι η μάνα μου να μη με κάνει εμένα,/ που χάθηκα στην ξενιτιά, στα έρημα τα ξένα.
Τραγούδι προερχόμενο από τη Ρούμελη, αλλά το συναντούμε και σε πολλές άλλες περιοχές. Αναφέρεται στον αμάραντο, φυτό που φυτρώνει στις απότομες κορυφές των βουνών και δεν μαραίνεται, γι’ αυτό ονομάστηκε έτσι. Όποιος φάει αμάραντο, λησμονεί τα πάντα.
Γι’ αυτό ο ξενιτεμένος ευχόταν να έτρωγε η μάνα του αμάραντο, για να μην τον είχε κάνει, γιατί χάθηκε στην ξενιτιά, λησμονώντας να γυρίσει πίσω, όπως αναφέρει το σχετικό τραγούδι.