Γράφει η Αφέντρα Γ. Μουτζάλη, Επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων

«Η μνήμη είναι ταυτότητα»
Tο έτος 1855 υπογράφεται η συνθηκολόγηση των Ινδιάνων στο Point Elliott του Όρεγκον. Ο Ινδιάνος Αρχηγός Σηάτλ¹ εκφωνεί λόγο προς τον κυβερνήτη Isaac Stevens, ονομαστό για την λιτότητα και την αξιοπρέπεια του. Ο Σηάτλ, παιδί ακόμη έζησε την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων εξερευνητών υπό τον George Vancouver² το έτος 1792. Ο πιονιέρος Henry Smith ήταν παρών στο γεγονός και κράτησε σημειώσεις από το λόγο του Ινδιάνου Αρχηγού, που εκφωνήθηκε στην διάλεκτο Chinook. Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τhe Washington Historical Quarterly τον Οκτώβριο του 1931.

Ακολουθούν αποσπάσματα από το λόγο του Αρχηγού Σηάτλ που φανερώνουν τη θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση, και την αλληλεξάρτηση κάθε πλάσματος και κάθε πράγματος:
“…Ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας, που επί αιώνες χύνει δάκρυα συμπόνιας για το λαό μου, ο ουρανός που μας φαίνεται αναλλοίωτος και αιώνιος, υπόκειται σε αλλαγές. Σήμερα είναι ανέφελος, αύριο ίσως θα είναι συννεφιασμένος…”
“…Ο λαός του μεγάλου αρχηγού της Ουάσινγκτον είναι αναρίθμητος σαν τη χλόη που σκεπάζει τα μεγάλα λιβάδια. Ο λαός μου είναι ολιγάριθμος, μοιάζει με σκόρπια δέντρα σε πεδιάδα που την έχει σαρώσει η θύελλα. Ο μεγάλος και υποθέτω καλός λευκός αρχηγός μας λέγει ότι θα ήθελε να αγοράσει τη γη μας, αλλά να μας αφήσει αρκετή ώστε να ζούμε άνετα. Η προσφορά του αυτή φαίνεται δίκαιη, ακόμα και γενναιόδωρη, γιατί ο ερυθρόδερμος άνθρωπος έχει ήδη στερηθεί τα δικαιώματα του, και δεν είναι σε θέση να απαιτήσει τον σεβασμό τους…”
“…Υπήρξε μια εποχή που ο λαός μας σκέπαζε τη γη όπως τα κύματα φουρτουνιασμένης θάλασσας σκεπάζουν τον στρωμένο με κοχύλια βυθό της. Αλλά η εποχή αυτή πάει καιρός που τελείωσε. Από το μεγαλείο των φυλών δεν απομένει σήμερα παρά πικρή ανάμνηση. Δεν θα επεκταθώ σε παράπονα για τον πρόωρο μαρασμό της φυλής μας και ούτε θα μεμφθώ τους λευκούς αδελφούς μας, που τον επέσπευσαν γιατί, κατά κάποιον τρόπο, το φταίξιμο είναι και δικό μας. Τα νιάτα είναι παρορμητικά. Όταν οι νέοι μας κυριεύονται από θυμό εξαιτίας μιας αδικίας….τότε γίνονται σκληροί και άπονοι και οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν να τους συγκρατήσουν. Έτσι γινόταν πάντα. Έτσι έγινε και όταν οι πρώτοι λευκοί άνθρωποι άρχισαν να απωθούν τους προγόνους μας προς τη Δύση. Σήμερα ευχόμαστε να σταματήσουν οι μεταξύ μας εχθροπραξίες γιατί θα χάναμε σε αυτές τα πάντα. Τα παλικάρια μας θεωρούν την εκδίκηση ως δίκαιη επανόρθωση, ακόμα και όταν τους στοιχίζει τη ζωή τους, αλλά οι γέροι που μένουν σπίτι στο διάστημα του πολέμου και οι μητέρες που αγωνιούν για την τύχη των γιών τους ξέρουν καλά πως δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν…”
“…Ο θεός σας δεν είναι ο θεός μας! Ο θεός σας αγαπά τον λαό σας και μισεί τον δικό μου… Ο δικός μας θεός, το Μεγάλο Πνεύμα, φαίνεται να μας έχει ξεχάσει. Ο θεός σας σας κάνει μέρα με τη μέρα πιο δυνατούς. Δεν θα περάσει πολύς καιρός και ο λαός σας θα απλωθεί σε όλη αυτή τη χώρα. Ο δικός μας λαός λιγοστεύει σαν τα νερά που χαμηλώνουν με την παλίρροια και δεν θα ξανανεβούν ποτέ πια. Ο θεός του λευκού ανθρώπου μάλλον δεν αγαπάει τον λαό μας, διαφορετικά θα τον προστάτευε. Μοιάζουμε σαν τα ορφανά που δεν έχουν που να στραφούν για βοήθεια. Με αυτούς τους όρους πώς να είμαστε αδελφοί σας; Πώς ο θεός σας θα μπορούσε να γίνει και δικός μας, να μας χαρίσει ευημερία και να ζωντανέψει το αρχαίο μας μεγαλείο; Αν όλοι έχουμε τον ίδιο Επουράνιο Πατέρα, αυτός μάλλον έχει προτιμήσεις, γιατί εμφανίζεται μόνο στα χλωμοπρόσωπα παιδιά του. Εμείς ποτέ δεν τον έχουμε δει. Σε σας έχει δώσει νόμους, αλλά δεν βρήκε ούτε λέξη για τα ερυθρόδερμα παιδιά του που το πλήθος τους σκέπαζε κάποτε αυτή την ήπειρο όπως τα άστρα γεμίζουν τον ουρανό. Όχι! Είμαστε δύο διαφορετικές ράτσες με διαφορετική καταγωγή και αποκλίνουσες τύχες. Οι λαοί μας δεν έχουν πολλά πράγματα κοινά. Για μας, οι στάχτες των προγόνων μας είναι ιερές και οι τόποι που αναπαύονται είναι αγιασμένη γη….”
“…Η θρησκεία μας είναι γραμμένη στις καρδιές του λαού μας και αποτελείται από τις παραδόσεις των προγόνων μας… Οι νεκροί μας πρόγονοι ποτέ τους δεν ξεχνούν τον κόσμο που τους έδωσε τη ζωή, εξακολουθούν να αγαπούν τις πράσινες αυτές κοιλάδες, αυτά τα μεγαλόπρεπα βουνά, αυτά τα βαθιά φαράγγια, αυτές τις λίμνες και τις ακτές με τις δασωμένες όχθες… Η μέρα και η νύχτα δεν μπορούν να ζήσουν μαζί. Ο ερυθρόδερμος φεύγει πάντα στο πλησίασμα του λευκού όπως η πρωινή δροσιά αποτραβιέται όταν ανατέλλει ο ήλιος. Παρ’ όλα αυτά η πρόταση σας μοιάζει δίκαιη και πιστεύω ότι οι αδελφοί μου θα τη δεχτούν και θα αποσυρθούν στην περιοχή που ορίζει η προσφορά σας. Τότε αλλού εσείς και αλλού εμείς θα ζούμε εν ειρήνη… Η νύχτα των Ινδιάνων προμηνύεται σκοτεινή. Ούτε ένα άστρο ελπίδας δεν λάμπει στον ορίζοντα… Αλλά γιατί να θλίβομαι για την πρόωρη εξαφάνιση των δικών μου; Η μία φυλή ακολουθεί την άλλη, το ένα έθνος διαδέχεται το άλλο όπως τα κύματα του ωκεανού. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης και κάθε παράπονο μοιάζει ανώφελο.
Ο καιρός της δικής σας πτώσης μπορεί να είναι ακόμα μακριά, αλλά θα έρθει σίγουρα… Θα εξετάσουμε την πρότασή σας και όταν λάβουμε την απόφασή μας θα σας την ανακοινώσουμε. Αλλά για να τη δεχτούμε θέτω εγώ ο ίδιος ήδη από τώρα τον εξής όρο: να μην μας απαγορευτεί να επισκεπτόμαστε, οποιαδήποτε στιγμή και χωρίς να μας κακοποιούν, τους τάφους των προγόνων μας, των φίλων, των παιδιών μας. Κάθε κομματάκι αυτής της γης είναι ιερό στο πνεύμα του λαού μου. Κάθε βουνοπλαγιά, κάθε πεδιάδα, κάθε κοιλάδα, κάθε άλσος είναι αγιασμένο από ένα γεγονός καλό ή κακό, που έχει συντελεστεί πριν από πολλά χρόνια. Ακόμα και τα βράχια που μοιάζουν άφωνα και νεκρά, ιδρώνουν κατά μήκος της σιωπηλής όχθης και ριγούν στην ανάμνηση σημαντικών συμβάντων δεμένων με τη ζωή των δικών μου. Η γη δέχεται πιο ερωτικά τα δικά μας από τα δικά σας βήματα γιατί είναι πλούσια από τη σκόνη των προγόνων μας και τα γυμνά μας πόδια το νιώθουν αυτό το άγγιγμα της αγάπης.
Όλοι αυτοί που έφυγαν, τα παλικάρια μας, οι στοργικές μητέρες μας, οι ευτυχισμένες κόρες με τη χαρούμενη καρδιά, ακόμα και τα μικρά παιδιά που έζησαν εδώ και γνώρισαν μόνο για λίγο τη χαρά, εξακολουθούν να αγαπούν αυτές τις εκτάσεις που σήμερα είναι σκυθρωπές και έρημες. Κάθε μέρα την ίδια ώρα που πέφτει σε αυτές το σκοτάδι, πυκνά πυκνά επιστρέφουν τα πνεύματά τους. Όταν ο τελευταίος ερυθρόδερμος θα έχει εξαφανιστεί από την επιφάνεια αυτής της γης και η ανάμνηση των δικών μου θα έχει γίνει μύθος ανάμεσα στους λευκούς ανθρώπους, αυτές οι όχθες θα μυρμηγκιάζουν από τους αόρατους νεκρούς της φυλής μου και όταν τα παιδιά των παιδιών σας θα νομίζουν πως είναι μόνα μέσα στους κάμπους, μέσα στα μαγαζιά, μέσα στα εργαστήρια, στους δρόμους ή στη σιωπή αδιαπέραστων δασών, δεν θα είναι όπως νομίζουν.
Σ’ όλη τη γη δεν θα υπάρχει μέρος όπου να μπορούν να βρουν τη μοναξιά. Τη νύχτα, όταν στα χωριά μας και στις πόλεις μας θα απλώνεται σιωπή και σεις θα τις νομίζετε έρημες, οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι από πλήθη νεκρών που θα επιστρέφουν στα ωραία μέρη που κατείχαν άλλοτε και ακόμα συνεχίζουν να αγαπούν. Ο λευκός άνθρωπος ποτέ δεν θα είναι μόνος. Ας είναι δίκαιος ο λευκός άνθρωπος και ας μεταχειριστεί τον λαό μου με προσοχή γιατί οι νεκροί δεν έχουν απογυμνωθεί από την εξουσία τους. Οι νεκροί είπα; Δεν υπάρχει θάνατος. Μόνο αλλάζει ο κόσμος.”
Τελειώνοντας παρατηρούμε ότι ο Αρχηγός Σηάτλ γνωρίζει πολύ καλά ότι η ιστορία γράφεται στον τόπο και στον χρόνο. Τον τόπο του τον χάνει, καθώς τον καταλαμβάνουν οι ξένοι άποικοι. Ο πληθυσμός της φυλής του συρρικνώνεται καθώς πολλοί έχουν χαθεί στις μάχες. Μαζί με τους νεκρούς Ινδιάνους, χάνεται η μνήμη της φυλής, η ταυτότητά τους, ο χρόνος και ο πολιτισμός τους. Έρχεται η σιωπή. Η νύχτα των Ινδιάνων. Ο λόγος του Αρχηγού Σηάτλ είναι βαθύτατα πολιτικός, αξιοπρεπής, ποιητικός και τραγικός. Ο Ινδιάνος αρχηγός προσπαθεί με αξιοπρέπεια να σώσει όσους και ό,τι σώζεται. Για αυτόν εσχάτη αξία είναι η πραγματικότητα της στιγμής. Γνωρίζει πολύ καλά τι έχει χάσει αλλά ο ίδιος διατηρεί στο ακέραιο τη μνήμη και την ταυτότητα της φυλής του.

Βιβλιογραφία
Αρχηγός Σηάτλ Η νύχτα των Ινδιάνων, ένας λόγος του 1855, μτφ Αλόη Σιδέρη, εκδόσεις Άγρα, σειρά “ο άτακτος λαγός” Αθήνα 1997.

Σημειώσεις
1. Sealth, κοινώς Seattle, Σηάτλ, είναι το πρα- γματικό όνομα του αρχηγού των Ινδιάνων Duwamishs. Γεννήθηκε το 1788 από μητέρα Duwamish και πατέρα Suqwamish και πέθανε σε ηλικία 78 ετών το 1866. Η πόλη Seattle των ΗΠΑ στα ΒΔ της χώρας, οφείλει το όνομά της σ’ αυτόν. Το Seattle είναι χτισμένο στην ακτή του όρμου Elliott και αναπτύχθηκε γρήγορα μετά την ανεύρεση χρυσού στον ποταμό Klondike που προσέλκυσε πλήθη χρυσοθήρων.
2. Το Vancouver είναι παραθαλάσσια πόλη και βασικό λιμάνι της ΝΔ Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά. Το όνομα της πόλης οφείλεται στον George Vancouver βρετανό ναυτικό εξερευνητή που ταξίδεψε στην περιοχή. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που εξερεύνησαν την περιοχή ήταν ο Ισπανός καπετάνιος Χοσέ Μαρία Ναρβάες το 1791 και ο Βρετανός George Vancouver το 1792. Οι Ευρωπαίοι εγκαταστάθηκαν στη περιοχή το 1862 και η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ