1. Ψάρι ήταν η λέξη ιχθύς. Η λέξη ιχθύς προέκυψε από το υποκοριστικό «οψάριον» της λέξης «όψου» που σήμερα περισσότερο σημαίνει «μεζές».
2. Νερό. Η αρχαία ελληνική λέξη ήταν «ύδωρ». Στην ελληνιστική εποχή υπήρξε η έκφραση «νεαρόν ύδωρ», δηλαδή «φρέσκο νερό». Στην πορεία των χρόνων και μετά από διάφορες φωνητικές αλλαγές το «νεαρόν» έγινε «νερό» και απαλείφθηκε το «ύδωρ».
3. Γερός σημαίνει ο δυνατός, ο υγιής. Η λέξη έχει όντως ετυμολογική σχέση με την υγεία. Η λέξη έρχεται από το επίθετο «υγιηρός» που σήμαινε αυτόν που δείχνει να έχει καλή υγεία.
4. Μάτι. Στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρχαν δύο λέξεις για το μάτι, ο «οφθαλμός» και το «όμμα» (το «ώμμαι» είναι μέσος παρακείμενος του ρήματος ορώ). Η λέξη μάτι ήρθε, λοιπόν, από το υποκοριστικό της λέξης «όμμα», το «ομμάτιον». Στην πορεία χάθηκε το διπλό «μμ» και το αρχικό «ο» όπως και η κατάληξη «ον».
5. Κερατάς. Αυτή την ετυμολογία τη διάβασα από ένα κείμενο του Νίκου Σαραντάκου. Το μυαλό μου πήγαινε κάπου στη διαβολική πράξη της απιστίας, αλλά υπάρχει η εξήγηση του Μιχαήλ Ψελλού, από τον 11ο αιώνα που λέει ότι τα αρσενικά κερασφόρα ζώα δεν απαιτούν μονογαμία, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα που τα παραθέτει ως ζηλότυπα (πχ τα άλογα). Φαίνεται αρκετά αληθοφανής ετυμολογία με δεδομένο πως, όπως λέει και ο Σαραντάκος, στον Μεσαίωνα που φαίνεται να δημιουργείται η μεταφορά, οι άνθρωποι είχαν όντως πολύ στενή σχέση με τα ζώα, παρατηρούσαν την συμπεριφορά τους και την παρομοίαζαν με ανθρώπινες συμπεριφορές.
6. Κρασί. Η λέξη «κρασί» αντικατέστησε την αρχαιοελληνική λέξη «οίνος» στα Βυζαντινά χρόνια. Η λέξη στην ορθοδοξία έγινε εκκλησιαστική (άρτος και οίνος), με αποτέλεσμα να χρειάζεται να βρεθεί μια νέα λέξη που να διαφοροποιείται και να μπορεί να χρησιμοποιείται στο καθημερινό λεξιλόγιο. Το «κρασί» προέρχεται από τη λέξη «κράσις» που σήμαινε ανάμειξη και αντανακλά την συνήθεια των Ελλήνων να πίνουν το κρασί τους αναμεμειγμένο με νερό.