Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ’ αηδόνια,/ με γέλασαν και μου είπανε, ο χάρος δεν με παίρνει./ Και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στα κορφοβούνια,/ βλέπω το χάρο να ‘ρχεται, στο άλογο καβάλα./ Ένα γλυκό ξημέρωμα το χάρο ανταμώνω,/ με βλέπει και χαμογελά, μου λέει θα σε πάρω./ Άσε με, χάρε, άσε με, ακόμα για να ζήσω,/ έχω γυναίκα και παιδιά, πες μου πού να τ’ αφήσω;/ Τι να κάνω τώρα, τι να κάνω,/ σαν σκεφτώ πως θα πεθάνω;/ Μη με παίρνεις, χάρε, μη με παίρνεις,/ γιατί δε με ξαναφέρνεις.
Τραγούδι μοιρολόι. Η λαϊκή μούσα έχει τραγουδήσει τα πάντα, ό,τι έχει σχέση με τον απέραντο κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Έτσι, αυτό το τραγούδι αναφέρεται στην αρπαγή νέων παλικαριών από το χάρο, που τους ξεγελάει με τα διάφορα τεχνάσματα.
Πολύ σκληρός ο χάροντας, αδιαφορεί αν οι άνθρωποι είναι νέοι, αν έχουν οικογένεια, αν έχουν γυναίκα με μικρά παιδιά. Τους ξεγελάει, τους βάζει στο άλογό του καβάλα και τους πάει σε τόπους μακρινούς και αλαργινούς. Ένα ταξίδι δίχως επιστροφή, δίχως αύριο.