Ποιος θυμάται, άραγε, κάποιους υπαίθριους φωτογράφους στις πλατείες της πόλης μας; Τον Θεοδωριανίτη μπάρμπα Γιώργο Παπαποστόλη στον Άγιο Δημήτριο, τον Χρήστο Στέρπα στο Μονοπλιό, τον Γιάννη Έξαρχο, τον Δήμο Βήχα, τον Στέφανο Κολιό στο Κιλκίς και άλλους που μπορεί να αγνοώ. Περνούν από αυτόν τον κόσμο οι άνθρωποι και ξεχνιούνται. Ωστόσο, ο καθένας αφήνει το δικό του ίχνος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο στον ανθρώπινο πολιτισμό και ήταν φορείς μιας μακραίωνης διαδικασίας τού προβιομηχανικού κόσμου. Έτυχαν της κοινωνικής αναγνώρισης, κάλυψαν ανάγκες και έγιναν μέρος της λαογραφίας, της φωτογραφικής τέχνης και της λαϊκής ζωγραφιάς. Ταυτίστηκαν με τις πλατείες που τους φιλοξένησαν, τους έκαναν αγάλματα εν ζωή και επιβίωσαν μαζί τους μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες.
Σήμερα, στην εποχή της «πληροφορικής» και της ναρκισσιστικής «σέλφι», αυτοί φαντάζουν εξωπραγματικοί, ίσως και μύθος. Οι φωτογραφικές τεχνικές που χρησιμοποιούσαν και ο εξοπλισμός έλκουν την καταγωγή τους στον προ-προηγούμενο αιώνα. Το ξύλινο χρωματιστό κουτί με τον τρίποδα για στήριξη ήταν κατασκευή των μαραγκών. Εξωτερικά ήταν στο- λισμένο σε πυκνή διάταξη με καρτ ποστάλ για ρεκλάμα και στο εσωτερικό του έκρυβε… τεχνολογία αιχμής!
Λίγα τα απαραίτητα σύνεργα της δουλειάς που είχαν μαζί τους και πάντα συνεπείς στο ωράριό τους. Κασελάκι, πτυσσόμενο σκαμνάκι, τσίγκινο κουβά για τα χημικά και για ξέβγαλμα με νερό, ψαλίδια, θετικά και αρνητικά χαρτιά, πετσέτα για το σκούπισμα των χεριών, ρούχα ευπρέπειας για τους πελάτες που δεν τα διέθεταν κατά τη φωτογράφηση, ομπρέλα για προστασία σε περίπτωση βροχής και φυσικά στα επίσημα την άσπρη ποδιά τους. Α! Και χαρτόνια σε ρολό για σκηνικό. Πότε λευκό για ταυτότητα και διαβατήριο, πότε καρδούλες για τους ερωτευμένους, πότε θάλασσες και βουνά και πότε ενθύμια στρατού. Τα νεοσύλλεκτα φανταράκια, με την πρώτη έξοδο από το στρατόπεδο στην πόλη, έπρεπε να φωτογραφηθούν και στη συνέχεια να στείλουν τη φωτογραφία με το ταχυδρομείο στην αγαπημένη τους ή στη μάνα που περίμεναν πώς και πώς.
Ήταν απόλαυση να τους βλέπεις να χάνονται κάτω από τη μαύρη κουκούλα του μαγικού τους κουτιού. Ήλεγχαν από κει μέσα τη σωστή στάση του σώματος. Πότε υπαγόρευαν χαμόγελα και πότε σοβαρότητα, ανάλογα με τη χρήση της φωτογραφίας. Το βλέμμα πάντα καρφωμένο στο γυαλί από όπου ήταν έτοιμο να βγει το «πουλάκι». Τραβούσαν με το χέρι τους ένα καπάκι που κάλυπτε το φακό, μέτραγαν μέχρι το πέντε και έκαναν κάτι τέτοια μαγικά. Όλα γίνονταν με θεατρικές κινήσεις. Με- τά από κάποια στιγμή έπιαναν το χαρτί και το έβαζαν στον κουβά με το νερό για να σταθεροποιηθούν τα χρώματα. Σε επόμενο χρόνο το κρέμαγαν στα μανταλάκια για να στεγνώσει και με το ψαλίδι το κεντούσαν γύρω – γύρω. Με καμάρι παρέδιναν το… θεάρεστο έργο τους στον πελάτη για να εισπράξουν επιτόπου τον παρά.
Είχαν φτηνό κόστος οι φωτογραφίες αυτές και έβγαιναν σε σύντομο χρόνο. Ο κόσμος έπρεπε να εξυπηρετηθεί και οι φωτογράφοι να επιβιώσουν. Είχαν, ωστόσο, μια υστέρηση σε σχέση με τους συναδέλφους τους που διατηρούσαν μαγαζιά. Δεν μπορούσαν να βγάλουν «εβδομαδιαίες»! Σε αυτές μπορούσες να κάνεις παρέμβαση για να διορθώσεις ατέλειες του προσώπου κυρίως. Τη διαδικασία αυτή τη λέγανε ρετούς και ήταν ο πρόδρομος του σημερινού φωτοσόπ. Πόσες τέτοιες φωτογραφίες κοριτσιών έκαναν υπερατλαντικά ταξίδια προς αναζήτηση πλούσιων γαμπρών…
Στο ημιορεινό χωριό μου υπήρξαν δυο καταξιωμένοι υπαίθριοι φωτογράφοι, οι αδελφοί Γιώργος και Μιχάλης Τσουβάλας. Αυτοί δεν είχαν στέκι σε πλατείες, αλλά περιφέρονταν σε κοντινά και μακρινά χωριά. Γύρευαν το μεροκάματο σε τοπικές γιορτές, γάμους και πανηγύρια. Το έργο που άφησαν είναι σπουδαίο. Αξίζει να αναφέρω εδώ ένα δρομολόγιο που έκαναν με τη βαριά μηχανή και τον τρίποδα στην πλάτη, σύμφωνα με μαρτυρίες των απογόνων τους. Από τα Τζουμέρκα με τα πόδια στον Εμπεσό Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας και ξανά πίσω!
Το επάγγελμα του φωτογράφου των δρόμων και των πλατειών σ’ αυτή τη μορφή άντεξε πάνω από έναν αιώνα. Μας κληρονόμησε ανεξίτηλες εικόνες ως ακίνητη περιουσία της μνήμης, ζωντανά στοιχεία ηθογραφίας και πρόσωπα γόνιμων ανθρώπων σε έναν άγονο κόσμο.

ΥΓ: Το νόημα αυτών των κειμένων είναι να συμφιλιώσουν παλιές τεχνικές με τη νέα τεχνολογία, έτσι ώστε να γεφυρώνεται το παρελθόν με το παρόν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ