Μία η συνταγή. Το ίδιο πάντα «εις τόπο χλοερό». Το πεπρωμένον ου λαθεύειν. Με τη γέννηση, η πρώτη μας αλήθεια είναι ο θάνατος. Ο στερνός κτύπος της καρδιάς του δάσκαλου χτύπησε την προηγούμενη εβδομάδα. Οι κόρες των ματιών του χάθηκαν για πάντα στα άδυτα των βλεφάρων. Με βαθιά λύπη πληροφορηθήκαμε το δυσάρεστο γεγονός.
Γεννημένος το 1935, με καταγωγή από τα κοντινά Πιστιανά, ο αείμνηστος Βαγγέλης Κόκκινος (φωτο), γόνος πολυμελούς οικογένειας, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και αμέσως μετά εντάχθηκε στο διδασκαλικό σώμα. Αρχή της πολυετούς καριέρας του, τα Πομακοχώρια Ξάνθης και ο τερματισμός το δεύτερο δημοτικό της πόλης μας. Κατά γενική ομολογία υπήρξε ένας λαμπρός εκπαιδευτικός, αξιαγάπητος, με υψηλό ήθος και με εξαιρετική παιδεία. Ενέπνεε στα παιδιά σεβασμό κι ελπίδα. Μιλούσε απαλά και όμορφα. Όχι σαν αυστηρός δάσκαλος, αλλά σαν πατέρας και λόγιος. Έμαθε γράμματα, έβαλε σε στράτα και έκανε ανθρώπους χιλιάδες νεαρές ψυχές στα πέτρινα εκείνα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου και της ακραίας φτώχιας. Σήμερα του το χρωστάνε. Σαν βγήκε στη σύνταξη πόσο καμάρωνε τους μαθητές του που τους έβλεπε να προοδεύουν!
Ευτύχησε να αποκτήσει δυο θαυμάσια και καταξιωμένα παιδιά: την Αναστασία και τον Γιώργο. Μεγαλοπρεπής στο στασίδι, ακούγαμε τακτικά τη γλυκόλαλη φωνή του από το ψαλτήρι του ιερού ναού Μάξιμου του Γραικού. Στον κοινωνικό χώρο αγαπήθηκε και έγινε πρότυπο πολίτη ζυμωμένος με υλικά καλοσύνης, ανθρωπιάς, ευγέ- νειας και αξιοπρέπειας. Πάντοτε καλοντυμένος και η γραβάτα του ήταν το τοπόσημο του κορμιού του. Ήθελε τα νέα της πόλης να τα μαθαίνει έγκαιρα και έγκυρα αποκλειστικά από την εφημερίδα μας που ήταν φανατικός αναγνώστης της. Κάθε τόσο μας σταματούσε στο δρόμο και είχε έτοιμο ένα καλό λόγο. Αλλά και τον ίδιο, κάποιοι συμμαθητές του εν ζωή, τον σταματούσαν για να του υπενθυμίσουν το ρόλο του αρχηγού που κουβαλούσε από την εποχή της ομαδικής συμβίωσης σε μια μικρή κρύα καμαρούλα σαν κατέβηκαν από το χωριό για να πάνε στο Γυμνάσιο.
Η μνήμη του θα γίνεται η μάνα της αλήθειας στα παιδιά του, τη γυναίκα του, τα αδέλφια του, τα εγγόνια του, κάθε μέρα πιο κοφτερή και πιο αμείλικτη. Φορτωμένος με αγάπη και πολλές τιμές από όσους τον αποχαιρέτησαν στο λυκαυγές του θέρους, ανηφόρισε για ταφή προς την ημιορεινή ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Πιστιανά. Ο γήινος νόστος έγινε και η τελευταία του κατοικία.
Ο «Ταχυδρόμος» συμμετέχει στο βαρύ πένθος της οικογένειας και εύχεται υγεία και μακροζωία στους απογόνους.
Δημήτρης Ντάλας