Στο διβόλι ήμουν προχθές όλη μέρα. Αγκαλιά με την άνοιξη και χορτασμένος από την ομορφιά της δεν έφαγα από τον τροβά μου της κυρά Σήφαινας την φασολάδα.
Στην αυλακιά μου οι πελαργοί ευγνώμονες μ’ ευχαριστούσαν με το κροτάλισμά τους, θυμίζοντάς μου πως κι εγώ συνέβαλα στο δέσιμο της αλυσίδας της ζωής. Δέσιμο που πολλές φορές μ’ έκανε να ξεχνάω τον τροβά μου, να σβήνω το τρακτέρ, να ξαπλώνω γυμνός από τη μέση και πάνω στ’ ανασκελωμένο από το υνί χώμα, να συντονίζω την σκέψη μου με τους κύκλους των γκρίζων γερακιών που πετάνε από πάνω μου κι όλων των πλασμάτων που τρέχουν τρομαγμένα από την παρουσία τους γύρω μου, απλά για να σωθούνε, ακούγοντας το κόασμα του βατράχου, το φτερούγισμα των τσικνιάδων το αργό, το λαχάνιασμα της σαστισμένης αλεπούς, τα καμώματα της απερίσκεπτης κιτρινέλας, το ξάφνιασμα του μπερδεμένου κότσυφα και το άνοιγμα της σωτήριας αγκαλιάς του φυτοφράχτη.
Στα δίπλα ύστερα παρέκει κόλλαγα το αυτί στην χέρσα γη προσπαθώντας να ακουρμαστώ την σιωπή των φοβισμένων. «Κλείσε τα μάτια…» ψιθύρισε η μυρωδιά που ανάδινε η χέρσα γης «… και θα σου… παραδοθώ!». «Των ξελογιασμένων το χορό» το έκανε νόημα η παπαρούνα «…σαν πάρεις σύντομα θα ξεκουραστείς». «…Τα δίκαια» φώναξε δυνατά η σιωπή για να ακουστεί «τα δίκαια και σήκω πάνω. Θα σε πιάσει η μόρα και θα λες όλο τα ίδια και τα ίδια».
Ζέστανε τη φασολάδα η κυρά μου η μελίρρυτη σαν γύρισα αποβραδίς. Έστρωσε το μεσάλι μας το καρό και μου σερβίρισε μαζί με τη φασολάδα κουλούρα αχνιστή, ελιές και κρεμμύδι ζωντανό, θυμίζοντάς μου πως είναι βράδυ και θα έπρεπε να φάω… λίγο. Έκανε και λίγο κρύο και δεν είχε όρεξη να ξημερώσει (λόγω αναθυμιάσεων) με το παράθυρο ανοιχτό. Άσε που θα βογκάω όλη νύχτα σαν… χελώνα πρωτογένα. «Τί πράμα;» έστερξε ο λόγος της;». Παραδέχομαι, η πείνα μου ίσως και η λαιμαργία μου, θεμελίωσαν τα λεγόμενά της και με το που έπεσα για ύπνο άρχισαν οι αγκούσες. Στην αρχή δύο μεγάλα μάτια με το γαμψώδες βλέμμα τους (δεν υπάρχει αυτή η λέξη; Ε, τι να κάνω δεν βρίσκω άλλη) να καρφώνουν τα δικά μου. Νάρχονται καταπάνω μου κι όσο πλησιάζουν, τόσο πιο απειλητική να γίνεται η διαπεραστικότητά τους. Κι ύστερα μέσα στα σκοτάδια μου αχνά άρχισαν να προσωποποιούνται οι φάτσες κάποιων δικολάβων μελαμψών και αποκρουστικών στρεψόδικων από αυτούς που τα λόγια τους, οι πράξεις τους και οι διαστρεβλωμένες ιδέες τους ταυτίζονται με τα προσωπικά τους συμφέροντα, μετατρέποντας το ψωμοτύρι του πεινασμένου σε νυχτερινό εφιάλτη.
«Αλαφροΐσκιωτε…» άρχισαν όλοι μαζί «…ξιπασμένε που νομίζεις πως στηρίζεις τα πιστεύω σου, κουβεντιάζοντας με τα αερικά, τους σαλαησμένους, τους ξεβράκωτους, τους διαλαλητάδες των αδικημένων, όπως λες, ξεκούτη που τα ιδανικά σου τα ξεπούλησαν οι εκπρόσωποί σου το 1989 και τώρα προχωρώντας σε μυστικές συμφωνίες…κοιμήσου». «Ισκιώματα, αφεντάδες και δούλοι του δόλου και της νύχτας, καλικαντζαραίοι επίτιμοι και απλοί… προβοκάτορες, υποκινούμενοι συκοφάντες, υπηρέτες της διαβολεμένης πονηριάς (ζαλοσκιασμένοι) που θάλεγε και η γιαγιά μου, η γιαγιά της γιαγιάς μου και ο λυγμός της γιαγιάς της προγιαγιάς μου να πάτε να γ…., μπόρεσα και φώναξα δυνατά πολύ δυνατά κι όσο εγώ αναδίβομαν, έκλανα και ροχάλιζα απειλώντας τους στην προσπάθειά μου να τους απωθήσω τόσο η κυρά Σήφαινα με σκούνταγε και σταυροκοπιόνταν. Το πρωί που πίναμε τον καφέ μας και συμπάγαμε τα κούτσουρα στο τζάκι έψαχνα να βρω στο λεξικό το υποσυνείδητο. Την φασολάδα την… ήξερα.
ΥΓ: Αλήθεια, δικάζονται οι εφιάλτες;
*Ο Σήφης Γείτονας είναι αγρότης