Η πρόσφατη τραγωδία που έπληξε την πόλη μας, λίγες μόνο μέρες πριν την παγκόσμια μέρα της μητέρας, φέρνει στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της θέσης που κατέχει αξιακά η οικογένεια στην κοινωνία μας, αλλά, περισσότερο, της στάσης που κρατά ή θα πρέπει να κρατήσει έναντι του θεσμού της οικογένειας η Πολιτεία και το κράτος.
Αναφέρομαι, φυσικά, στο τραγικό συμβάν του θανάτου ενός μωρού μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, στην πόλη μας, χωρία κανείς να καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει, και να φανταστεί κανείς ότι είμαστε στην Άρτα και όχι σε κάποια από τις «ζούγκλες» των μεγαλουπόλεων! Για το ζήτημα έχουν πάρει θέση οι πάντες και έχει κινηθεί και η δικαστική διερεύνηση, οπότε δε χρειάζεται να πει κανείς πολλά για το γεγονός καθαυτό. Επισημαίνω, μόνο, ότι τα τηλεδικαστήρια βρήκαν ήδη και σε τι μπορεί να οφείλεται η τραγωδία. Το ονομάζουν «σύνδρομο του ξεχασμένου μωρού», και το αντιμετωπίζουν (ειδικά στις ΗΠΑ, όπου εμφανίζονται αυξημένα ποσοστά θανάτων μωρών σε αυτοκίνητα) ως ψυχική ή νευρολογική διαταραχή. Ας μην κάνουμε, όμως, το λάθος, να πέσουμε σ’ αυτή την παγίδα.
Το πρόβλημα που οδηγεί πολλούς γονείς να μη συνειδητοποιούν πως υπάρχει ένα μωρό στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους δεν είναι νευροψυχολογικό ούτε οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα που οι ίδιοι «κουβαλάνε». Είναι πρωτίστως κοινωνικό (και δευτερευόντως πολιτικό) και σχετίζεται άμεσα με τις συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάζεται να ζει και να εργάζεται ένα μέσο ζευγάρι στην κοινωνία μας σήμερα.
Το θέμα το έθεσε με εξαιρετική λεπτότητα και σαφήνεια η κα Εριέττα Κούρκουλου Λάτση σε αναρτήσεις της στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν χωράει ο νους μου αυτή την τραγωδία, όμως το βαθύτερο πρόβλημα είναι κοινωνικό… Είναι ότι δύο γονείς μ’ ένα μωρό 5 μηνών αναγκάζονται να επιστρέψουν στις δουλειές τους και να αφήσουν το κοριτσάκι τους στον βρεφονηπιακό σταθμό πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τον νέο τους ρόλο.». Προσθέτει, μάλιστα, σε άλλη της ανάρτηση: «Εγώ είχα τον χρόνο να καθίσω σπίτι και την δυνατότητα να τον παίρνω (τον γιο της ως μωρό) μαζί μου στην δουλειά. Ο Βύρων είχε τον χρόνο να χτίσει σταδιακά την σχέση του (με το παιδί του) λίγες ώρες κάθε μέρα μετά το γραφείο, γιατί δεν είχε χίλιες άλλες υποχρεώσεις στο σπίτι. Είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου που χρειαζόταν για να γίνουμε γονείς και να γίνουμε καλοί γονείς, όμως οι άνθρωποι που θρηνούν τον χαμό του παιδιού τους σήμερα, δεν είχαν χρόνο. Δεν είχαν βοήθεια. Δεν είχαν την υποστήριξη που δικαιούνταν από το κράτος. Ήταν χαμένοι από χέρι… Μπορούμε να καταδικάσουμε τον μπαμπά που έκανε το λάθος, αλλά θα ήταν πιο ωφέλιμο να εστιάσουμε στο πραγματικό πρόβλημα που τον οδήγησε εκεί, για να μην ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο». Νομίζω ότι στην τοποθέτηση αυτή μπορούμε να δούμε την ουσία του πράγματος.
Τι είναι αυτό το πολυσυζητημένο «σύνδρομο του ξεχασμένου μωρού»; Σύμφωνα με τον καθηγητή Ντέηβιντ Ντάιαμοντ, του Πανεπιστημίου της Νότιας Φλόριντα, το Σύνδρομο του Ξεχασμένου Μωρού όντως υπάρχει και μπορεί να οφείλεται στο ότι το «σύστημα συνήθειας» του εγκεφάλου νικά το «σύστημα της μελλοντικής μνήμης». Με πιο απλά λόγια η συνήθεια νικά το νέο. «Για παράδειγμα, όταν οι γονείς πηγαίνουν για δουλειά και ξεχνούν να αφήσουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αυτό συμβαίνει, συνήθως, επειδή αυτή η στάση δεν αποτελεί κομμάτι της συνήθειάς τους, της πρωινής τους ρουτίνας», εξηγεί ο καθηγητής. «Το να ξεχάσεις το παιδί σου δεν είναι θέμα αμέλειας αλλά πρόβλημα μνήμης.
Η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι ότι μόνο κακοί ή αμελείς γονείς ξεχνούν τα παιδιά στα αυτοκίνητα. Είναι όμως θέμα συνθηκών. Μπορεί να συμβεί σε όλους», υποστηρίζει ο κος Ντάιαμοντ. Και εξηγεί πώς μπορεί να συμβεί αυτό: «Ο γονέας οδηγός χάνει την επίγνωση της παρουσίας του παιδιού του στο αυτοκίνητο, είτε επειδή αυτό είναι πολύ ήσυχο είτε επειδή κοιμάται, ο οδηγός παρουσιάζει «παροδική» αποτυχία μνήμης ή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού διασπάται η προσοχή του γονέα ή/και παράγοντες τον στρεσάρουν και συμβάλλουν στην παρωδική απώλεια μνήμης. Επιπλέον, μεγάλο ρόλο μπορεί να παίξει η αϋπνία, η κούραση και το άγχος. Υπό τέτοιες συνθήκες οι οδηγοί μπορεί να προβούν στις καθημερινές τους συνήθειες δίχως περισσότερη σκέψη, με τρόπο αυτόματο. «Στο παραπάνω παράδειγμα η διαδρομή προς τον χώρο εργασίας εκτελείται αυτόματα. Είναι σαν να μπαίνει ο εγκέφαλος σε λειτουργία αυτόματου πιλότου», σημει- ώνει ο ειδικός.
Εδώ θα πρέπει να αναρωτηθούμε. Γιατί οι σύγχρονοι γονείς μπαίνουν στη διαδικασία του «αυτόματου πιλότου», γιατί στρεσάρονται ή περνούν σε προσωρινή απώλεια μνήμης; Είναι γιατί θέλουν να κάνουν κακό στο παιδί τους; Αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο. Είναι διότι είναι κακοί ή αμελείς γονείς; Μα τότε δεν θα φρόντιζαν το παιδί τους για να μεγαλώσει αρκετά. Πιο σωστή απάντηση είναι ότι δεν μπορούν να αφοσιωθούν στην ανατροφή του παιδιού τους γιατί η οικογένεια, ως αξία, μετράει λιγότερο στη σύγχρονη κοινωνία από την αποδοτικότητα στην εργασία ή και από την εργασία την ίδια.
Οι εργοδότες δεν ενδιαφέρονται για τη δυνατότητα των υπαλλήλων τους να κάνουν ή να συντηρήσουν οικογένεια και παιδιά, ενώ και το Κράτος δεν θωρακίζει τους γονείς έναντι των εργοδοτών τους. Για ποια στήριξη μιλάμε όταν η άδεια ανατροφής στον ιδιωτικό τομέα είναι το πολύ εξάμηνη και πολλές φορές δεν χορηγείται κιόλας; Πώς περιμένουμε να συνηθίσουν οι νέοι γονείς το ρόλο του γονιού όταν αναγκάζονται να λείπουν και οι δύο από το σπίτι;. Ποια ανάγκη υποχρεώνει νέους γονείς να στέλνουν το μωρό του από την ηλικία των 5 μηνών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς;
Παλαιότερα η οικογένεια θεωρούνταν το βά- θρο πάνω στο οποίο στηριζόταν η κοινωνία. Η παραδοσιακή οικογένεια ήξερε ότι μπορούσε πάντα να βασίζεται στους γονείς και ιδιαίτερα στη μητέρα (η οποία παρέμενε στο σπίτι ακριβώς γι’ αυτή τη διαπαιδαγώγηση) για την εύρυθμη και σωστή λειτουργία της. Ήταν ο πρώτος και κυριότερος φορέας αγωγής. Αυτή μάθαινε στα παιδιά της καλούς τρόπους, στις κοινωνικές εκδηλώσεις, μέσα από το γνωστό και σε πολλούς γνώριμο μοτίβο «σουτ!», «μη!», «πρόσεξε το ένα», «μην σε δω να κάνεις το άλλο» κλπ.
Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο έχοντας διαπαιδαγωγηθεί να έχουν κάποιο βασικό υπόβαθρο συμπεριφοράς, τέτοιο που θα τα καθιστούσε ικανά να κοινωνικοποιηθούν και να μπορέσουν να προσλάβουν ό,τι θετικό μπορούσε να τους προσφέρει το σχολικό περιβάλλον. Σήμερα οι συνθήκες έχουν αλλάξει και με την οπτική του Κράτους το παιδί να θεωρείται είδος πολυτέλειας το οποίο μπορεί να αποκτήσει μόνο μια οικογένεια που βγάζει πολλά χρήματα, ώστε να μπορεί να το συντηρεί. Με τέτοια αντιμετώπιση (κατάργηση των φοροαπαλλαγών για τα παιδιά, για τα έξοδα φροντιστηρίων κλπ) δεν είναι να απορεί κανείς ούτε γιατί είμαστε από τις πιο γερασμένες χώρες της Ευρώπης ούτε γιατί αρχίζουν να συμβαίνουν και σε μας όσα συμβαίνουν στο προπύργιο της ανάδειξης του χρήματος σε αξία, στις ΗΠΑ δηλαδή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ