Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσούλ αγάς/ σε κρασοπουλειό πηγαίναν’ για να φαν, να πιουν./ Κει που τρώγαν’, κει που πίναν’, κει που γλένταγαν,/ κάπου πέσαν’ σε κουβέντα για τις όμορφες./ – Όμορφη γυναίκα που’ χεις, βρε Μενούσ’ αγά!/ – Πού την ξέρεις; Πού την είδες και τη μολογάς;/ – Χτες την είδα στο πηγάδι που ’παιρνε νερό/ και της ’δωσα το μαντήλι και μου το ’πλυνε./ – Κι αν την ξέρεις κι αν την είδες, πες μας τι φορεί./ – Ασημένιο μεσοφόρι με χρυσό πουλί./ Κι ο Μενούσης μεθυσμένος πάει την έσφαξε,/ το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαψε./ – Σήκω, πάπια μ’, σήκω, χήνα μ’, σήκω, γαλανή μ’,/ σήκω, ντύσου και στολίσου κι έμπα στο χορό,/ να σε ιδούν τα παλικάρια, να μαραίνονται,/ να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος, να σε χαίρομαι.
Τραγούδι σε 6σημο ρυθμό προερχόμενο από την περιοχή της Πρέβεζας. Τραγουδιέται και χορεύεται ιδιότυπα σε πολλές περιοχές. Αναφέρεται στο γεγονός όπου ο Μενούσης, σε στιγμές μέθης και ζήλιας, σκοτώνει τη γυναίκα του, ενώ κατόπιν, μεταμελημένος, κλαίει και οδύρεται εξυμνώντας τα κάλλη της. Την παρομοιάζει με πάπια και χήνα για το λεπτό και όμορφο λαιμό της.
Στο τραγούδι αυτό διακρίνουμε ένα σύμπλεγμα και μια εναλλαγή συναισθημάτων που κυριαρχούν στον άνθρωπο. Τα αρνητικά που είναι αντικοινωνικά: η ανησυχία, η ζήλια, ο φθόνος, η εκδίκηση. Και τα θετικά που είναι τα κοινωνικά: η μεταμέλεια, η θλίψη, η στεναχώρια, ο πόνος, η αγάπη. Είναι τα συναισθήματα του ανθρώπου με όλα του τα μειονεκτήματα, αλλά κυρίως τα προτερήματα που τον ξανακάνουν άνθρωπο.