Η ανάγκη να κρύβουν τα μυστικά του επαγγέλματος και η ευνόητη επιθυμία τους να συνεννοούνται χωρίς να τους αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε «ξένοι», ώθησε τους κτίστες να δημιουργήσουν μια συνθηματική «γλώσσα» της συντεχνίας, άγνωστη στους πολλούς.
Παραθέτουμε κάποιες λέξεις και εκφράσεις του μυστικού τους λεξιλογίου.
Φράσεις: Άραξε μια φουνταριά = Δώσε μου ένα τσιγάρο.
Ξεχώθηκεν ο γκαλιούρης = Βγήκε ο ήλιος. Μας γράπωσε η χουζούρω = Μας έπιασε η βροχή.
Μόκος μη ξιφλιάς, τα τσιουλίζει ο μπαρός = Σιωπή μην μιλάς, τα ξέρει το αφεντικό.
Ξεσύρθ’κε μακρύς φορεί κρεμμύδου για μάνεμα = Ήρθε μεσημέρι, είναι καιρός για φαγητό.
Πραβίστι ορμάτ’ ράπου ξισέριτ’ ου μπαρός = Κάντε καλή δουλειά, έρχεται το αφεντικό.
Ο σφέλ’ς δε μας ξέσυρε τον τσέπο τι ράπο να ραπίσουμε; = Ο νοικοκύρης δεν μας έδωσε χρήματα, τι δουλειά να κάνουμε;
Τροχέψετε το σκρούμιο κουδαραίοι, φορεί όρματος = Πιείτε τον καφέ, μαστόροι, είναι από τον καλό.
Να ξεσερθούν τα λαγούλια να ράξουν το μάνεμα = Να πάνε τα παιδιά να φέρουν το φαγητό.
Γλωσσάρι που έχω αντλήσει
από τον Χρήστο Έξαρχο
Κουδαρίτικα = η γλώσσα των μαστόρων
Άρματα = τα εργαλεία
Μανεύω = τρώγω
Μάνο = το ψωμί
Αβντάλι = το τυρί
Τρουχό = το κρασί
Μπαρός = τ’ αφεντικό
Οξιά = το νερό
Κολοβό = το μεροκάματο
Κράνια = τα χρήματα
Λαγός = το αγόρι
Μόκος = η σιωπή
Τσιόκος = το σφυρί
Ασπρούδι = το γάλα
Βίτσιου = η πόρτα
Πραχάλα = η δουλειά
Τζιουκάλω = η ώρα
Τσέρος= το κρέας
Ντένα = οκά
Ντισέρια = άλογα
Κιούρου = εκκλησία
Ντουντούκα = έγκυος
Κλαγκαρού = γάτα
Σιόρο = κρασί
Κρούμος = ο καφές
Μχός = νοικοκύρης
Η συνέχεια με το λεξιλόγιο των
μαστόρων στο επόμενο φύλλο