Στην εθνική οδό Φιλιππιάδας/ Άρτας – Πρέβεζας μετά την γέφυρα Πέτρας συναντάμε το χωριό Στεφάνη ή κατά τους ντόπιους Καντζά και με ακόμα παλιότερες ονομασίες στα αρχεία, που σήμερα μοιάζουν άγνωστες όπως Μπότσικα ή Χασάν Μαλί.
Ο χώρος φαίνεται να κατοικείται αδιάκοπα στον χρόνο μια και είναι και πέρασμα για την Μικρή Λάκκα. Ευρήματα απο την προϊστορική εποχή, ο λεγόμενος θησαυρός της Στεφάνης, ο πύργος ελληνιστικών χρόνων, Το κοντινό σε απόσταση, μεταξύ Πέτρας και Στεφάνης, τοπωνύμιο Αυλαίμων πιθανόν εκ του Ευλίμενου, αλλά και η μεσαιωνική εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, δείχνουν την παρουσία ζωής σ’ αυτόν τον χώρο.
Στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 οι Σουλιώτες θα δώσουν μάχες εδώ. Εδώ συνελήφθη και ο Ταχήρ Παπούλιας, ο Τουρκαλβανός διοικητής της Πρέβεζας. Το ίδιο και το 1854. Το χωριό σήμερα περνά απαρατήρητο στους περαστικούς εκτός κι αν πάει κανείς για το φημισμένο ψητό κοτόπουλο στην πλατεία ενώ έχει μια υπέροχη εκκλησία του 17ου αιώνα που πυρπολήθηκε δυο φορές.
Και ερχόμαστε στο έτος 1897. Τι είχε προηγηθεί: Τον Απρίλιο του 1897 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο της Οθωμανικής Αυτοκρα- τορίας. Οι καζάδες (νομοί) Φιλιππιάδας (Νέος Λούρους – Χαμιτιέ) και Πρέβεζας ήταν τα θέατρα του πολέμου. Ένα απο τα χωριά που ξεσηκώθηκε ομαδικά στον καζά της Πρέβεζας ήταν η ανυπότακτη Καμαρίνα. Τις τελευταίες ημέρες του πόλεμου οι Καμαρινιώτες με επικεφαλής τον καπετάν Ζαχαράκη, θα δώσουν μια τελευταία μάχη στο κάστρο των Ρωγών (στο πύργο του Ιμάμ Τσαούς, όπως ακριβώς γράφτηκε επί λέξη στις εφημερίδες). Οι Οθωμανοί δεν θα καταφέρουν τίποτα και οι Καμαρινιώτες θα δραπετεύσουν τη νύχτα στον Καντζά. Σήμερα φαίνεται να ξέρουμε και από πού έφυγαν χωρίς να τους πάρουν είδηση. Η ίδια η Καμαρίνα πυρπολήθηκε από τις Τουρκαλβανικές ορδές, όπου κρέμασαν και τον αδερφό του καπετάν Ζαχαράκη.
Στον Καντζά
Όταν οι Οθωμανοί κατάλαβαν πως οι Καμαρινιώτες δραπέτευσαν από τους Ρωγούς, τράβηξαν για τον Καντζά. Ο Καντζάς, όμως, δεν είχε μείνει αμέτοχος στον αγώνα. Φοβούμενοι τον Οθωμανικό στρατό οι Καντζιώτες οχυρώθηκαν στο χωριό τους. Είκοσι πέν- τε Καντζιώτες απέκρουσαν στις 22 Απριλίου 1897 μια οθωμανική δύναμη των 250 ανδρών που βάδιζε εναντίον του χωριού τους. Μια και η οθωμανική δύναμη δεν τα έβγαζε πέρα, έφυγε και επέστρεψε την επόμενη στις 23 Απριλίου με μια δύναμη 1.250 ανδρών.
Στους 25 Καντζιώτες ήρθε μια άλλη μικρή δύναμη 10 ανδρών, μάλλον από Κρανιώτες απ’ ότι έχω ακουστά ως ενίσχυση. Η ανδρική δύναμη ενισχύθηκε και από γυναίκες του χωριού. Και όπως γράφει η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ «Εκ του φόνου της Νικολαίνας Ζή- σαινας εξάγεται ότι και οι γυναίκες του Καντζα έλαβον μέρος εις την μάχη ως το 1821 οι Σουλιώτισσαι».
Η μάχη κράτησε περίπου δύο ώρες. Από την πλευρά των Οθωμανών υπήρξαν 160 νεκροί. Από τους Καντζιώτες σκοτώθηκαν οι: 1. Γιώργος Καραμπίνης, 2. Χρήστος Πλιάκας, 3. Βασίλης Παπακώστας, 4. Χρήστος Μουζακίδης, 5. Ζώης Δημουλιάς, 6. Βασίλης Δημουλιάς, γιος του Ζώη, 7. ο Μπιστούλας, 8. Νικόλαινα Ζήσαινα, 9. Πέντε άτακτοι που είχαν έρθει στο χωριό. Τραυματίστηκαν δε οι: 1. Ευάγγελος Μουζακίτης, 2. Πάνος Ποδοσούρας.
Μετά τη μάχη
Μετά τη μάχη οι Καντζιώτες διασκορπίστηκαν εδώ και εκεί. Οι Οθωμανοί έκαψαν όλα τα σπίτια του χωριού, αφού πρώτα τα λεηλάτησαν. Άρπαξαν 3.000 αιγοπρόβατα και όλα τα μεγάλα ζώα. Έκαψαν και το κοτσέκι του Καραπάνου. Σειρά είχε η εκκλησία, η οποία λεηλατήθηκε και βεβηλώθηκε, αλλά δεν την έκαψαν.
Στο χωριό έμεινε μια δύναμη 300 ανδρών για να μεριμνήσει τα σχετικά. Τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στον βάλτο, όπου κρύβονταν και λιμοκτονούσαν με τις ημέρες. Η παρουσία του Οθωμανικού στρατού τους τρόμαζε να βγουν μην τυχόν και περάσουν από μαχαίρι. Δημοσιογράφοι της εποχής έκαναν έκκληση στην Ελληνική κυβέρνηση να βρει άκρη με τους Τούρκους και να λυθεί το θέμα, προκειμένου να μην πεθάνουν τα γυναικόπαιδα.
Σκίτσα της εποχής από τον πόλεμο του 1897, παρουσιάστηκαν από την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ.