Εως τώρα το όμορφο αυτό ταξίδι με την πλουσιότατη ελληνική γλώσσα είχε κυρίως ως θέμα την αρχαία ελληνική και την ετυμολογία της και σίγουρα θα επανέλθουμε σ’ αυτή. Όπως επίσης και Ελληνικές λέξεις σε άλλες γλώσσες καθώς και λέξεις που δανεισθήκαμε και χρησιμοποιούμε από ξένες γλώσσες.
Σήμερα και για τα επόμενα δύο φύλλα θα ασχοληθούμε με λέξεις της ηπειρωτικής υπαίθρου και των χωριών που έχουν ποικίλες ρίζες (τουρκικές, γαλλικές, από αρχαία ελληνική και άλλες).
Αγώι: Το κόμιστρο, πληρωμή για μεταφερόμενο φορτίο.
Αλισίβα: Βρασμένο σταχτόνερο που χρησιμοποιούσαν στα χωριά για πλύσιμο ρούχων ή λούσιμο.
Αμπλαούμπλας: Κακοφτιαγμένος, αργόστροφος.
Αμπώχνω: Σπρώχνω.
Άντζα: Η γάμπα του ποδιού.
Απίπκα: Ανάποδα.
Απιδιά: Αχλαδιά.
Αχαμνάδα: Τάση προς εμετό.
Βακούφκο: Εκκλησιαστική περιουσία.
Βαντάκι: Κούκλα μαλλιού.
Βιομπίρικο: Μωρό, μικρό παιδί, μπόμπιρας.
Γκαϊδός: Ο αλλήθωρος, αυτός που πάσχει από στραβισμό.
Γκδουν: Το κουδούνι.
Γκεσέμ: Ο τράγος ή κριάρι που πάει πάντα μπροστά από το κοπάδι.
Γκόστερας: Σαύρα.
Γρένω: Μαδάω το μαλλί των προβάτων.
Διακονιάρ’ς: Ο ζητιάνος.
Διαουλιάρ’ς: Ο σκανταλιάρης, ο διαβολεμένος.
Δραγάτης: Ο αγροφύλακας.
Δραγουμάνος: Τούρκος διερμηνέας.
Δρασκλιά: Ο διασκελισμός.
Ζαγάρι(ι): Το κυνηγόσκυλο.
Ζαγκάν’μα: Το κούνημα.
Ζαλίκι: Το φόρτωμα στους ώμους.
Ζάφτω: Πίνω.
Ζουλάπ’: Άγριο ζώο, αγρίμι.
Ζυγούρ’: Αρσενικό πρόβατο ηλικίας ενός χρόνου.
Ζεμπρέκ(ι): Παλιάς κατασκευής πόμολο.
Ζέρβιο: Αριστερό.
Καπίστρι: Το χαλινάρι.
Καστραβέτσ’: Το αγγουράκι.
Καταξλιάς: Ψηλός και αδύνατος.
Κιοτής: Ο φοβιτσιάρης.
Κοσιεύω: Τρέχω, περπατάω γρήγορα.
Κοτζάμ: Μέτρο σύγκρισης, τόσο μεγάλος.
Κουλοβάχατα: Άνω κάτω.
Κουρκουσούρα: Κουτσομπόλα.
Κουρίτα: Το παχνί όπου ρίχνεται η τροφή των ζώων.
Κούτρα: Το μέτωπο.
Σιουράω: Σφυρίζω.
Σιαδώθε: Προς τα εδώ.
Σιακάτ’: Προς τα κάτω.
Σιόντορο: Το κουρέλι.
Πατιρντί: Φασαρία
Συνεχίζεται με πολλά περισσότερα