Η πρώτη αλήθεια μας είναι ο θάνατος κι από όλα τα πλάσματα επί της γης, μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει ότι μια μέρα όλοι θα πεθάνουμε.
Αυτή την αναπόφευκτη πραγματικότητα μας αρέσει να την κρύβουμε, γιατί μας προκαλεί φρίκη και ανησυχία. Ούτε καν με τους φίλους μας δεν συζητάμε αυτούς τους φόβους. Έχουμε αναπτύξει καλούς μηχανισμούς απώθησης, για να κρατούν γερά την ονειρική επιθυμία της… αθανασίας μας.
Την διαδικασία από τον θάνατο μέχρι την ταφή, όπως την ορίζουν τα έθιμά μας, την διαχειρίζονται τα «γραφεία τελετών». Το πένθος είναι βαρύ φορτίο για τους θνητούς και την σκληρή δοκιμασία του αποχαιρετισμού τη φέρουν σε πέρας με το μέγιστο φόρο τιμής προς τον νεκρό. Μπαίνουν με πρόσκληση μέσα στα σπίτια μας και τα αδειάζουν στη στιγμή οι άνθρωποι που τα στελεχώνουν. Παραλαμβάνουν τον δικό μας άνθρωπο που «έφυγε» και οδηγούν το θνητό σαρκίο του στο πρώτο σκαλοπάτι καθόδου προς την άλλη όχθη. Είναι η ώρα που μας αποσυνδέει από μια κοινή ζωή περασμένη μαζί του. Επώνυμοι και μη γράφουν τις ίδιες ιστορίες και εικόνες επαναλαμβανόμενες χιλιάδες φορές με τις ίδιες λέξεις.
«Θλιμμένη» η εργασία τους, είναι ανάμεσά μας, μας είναι απαραίτητοι, αλλά δε γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτούς. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός δεν κάνει καμιά αναφορά. Είναι ένα επάγγελμα ανοιχτό, αλλά όχι και τόσο συνηθισμένο. Ο κόσμος διακατέχεται από μια προκατάληψη, μια αποστροφή κι ένα φόβο στη θέα τους. Ζουν δίπλα και μαζί με τον θάνατο που δεν έχει ανάπαυλα 365 μέρες το χρόνο. Περιποιημένοι, καλοντυμένοι και με το ανάλογο ύφος οδηγούν τη νεκροπομπή. Σκηνοθετούν, στολίζουν, φροντίζουν και λειτουργούν και ως χορογράφοι. Ο πόνος της απώλειας για τους ζωντανούς είναι τεράστιος κι αβάσταχτος. Αυτοί πρέπει να ανταποκριθούν στο έπακρο επαγγελματικά και να κρύψουν συναισθήματα. Η ανθρώπινη φύση είναι πολύ ευαίσθητη και πρέπει να αντέξουν. Τέλος, γίνονται διεκπεραιωτές γραφειοκρατικών διαδικασιών μετά θάνατο σε ταμεία και δημόσιους φορείς.
Συνηθίζεται σε όλα τα «γραφεία τελετών» να μην υπάρχουν ταμπέλες και φωτεινές επιγραφές στις εισόδους, σαν να κρύβονται. Το εσωτερικό, χώρος λιτός και με τα απαραίτητα έπιπλα. Πρόσφατα είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον ιδιοκτήτη ενός μεγάλου «γραφείου» της πόλης μας και παραθέτω μερικά αποσπάσματα. «Βεβαίως και ενοχλούμαστε όταν μας αποκαλούν με απαξίωση κοράκια, νεκροθάφτες και εργολάβους κηδειών. Είμαστε κι εμείς άνθρωποι, και αυτό που κάνουμε είναι κατά βάση λειτούργημα. Εκτελούμε εντολές των ζωντανών και επιθυμίες των νεκρών. Ζούμε από κοντά την ιστορία της περιοχής και είμαστε σαν τους μαιευτήρες. Το τηλέφωνο χτυπά ασταμάτητα και ο ύπνος ποτέ δεν έχει διάρκεια. Έχουμε επενδύσει σε εξοπλισμό, στόλο αυτοκινήτων και διατηρούμε μόνιμο προσωπικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εκτός από τις ταφές, τελευταία αναλαμβάνουμε και αποτεφρώσεις στη Ριτσώνα Αττικής με μια μικρή επιβάρυνση».
Και συνέχισε: «Άκου, αγαπητέ μου. Να αναφέρεις ότι έχουμε και προβλήματα. Όση οργάνωση έχουν τα γραφεία μας, τόση αναρχία επικρατεί στα κοιμητήρια. Ψυγεία δημοτικά δεν υπάρχουν κι εμάς δεν μας επιτρέπεται από το νόμο να διατηρούμε δικά μας. Αναγκαστικά όλα γίνονται στα υπόγεια του νοσοκομείου. Κάνουμε συνεχείς παραστάσεις σε υπουργούς και άλλους παράγοντες, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Άλλο ένα τερά- στιο πρόβλημα δημιουργήθηκε με την αποχώρηση του Ιατροδικαστή από το νοσοκομείο της πόλης μας. Ο κόσμος ταλαιπωρείται πάρα πολύ, αναγκασμένος να μετακινείται στα Γιάννενα και στην Πάτρα».
Μπορεί όλα αυτά που αφορούν τα «γραφεία» να παραπέμπουν σε θάνατο, αλλά πώς να το κάνουμε; Αυτός κουρνιάζει μέσα μας, φτάνει σαν κακό μαντάτο, αλλά μέρος της ζωής είναι όλα. Φρονώ ότι δε σοκάρει ο θάνατος από μόνος του, αλλά το άγνωστο. Όλοι θέλουν να θυμούνται μια όμορφη εικόνα, μια τιμή για τον δικό τους άνθρωπο που χάνουν, γιατί, πράγματι, η τελευταία εικόνα είναι αυτή που αντανακλά όλα όσα υπήρξε εν ζωή. Σαν να είναι η πρώτη της γέννησης.
Και για όσους ανάμεσά μας φοβούνται «γραφεία» και θανάτους, ας έχουν υπόψη τα σοφά λόγια του Επίκουρου: «όσο είμαι εν ζωή, δεν υπάρχει θάνατος, κι όταν τελικά θα έρθει, εγώ δε θα είμαι εκεί».