Η θεατρική άνοιξη ήρθε εφέτος στην πόλη μας με τη θεατρική παράσταση «Συνέβη και του χρόνου» του Άλαν Έινμπορκ, από την Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Άρτας, σε σκηνοθεσία της κας Αφροδίτης Κατσαούνου.
Η παράσταση «άρχιζε πριν αρχίσει» με τους ηθοποιούς να βγαίνουν στη σκηνή με το πρώτο κουδούνι, και να «παίζουν» με τη γλώσσα του σώμα- τος. Ήταν μια σκηνοθετική πρωτοτυπία, ποιητική θα έλεγα, μιας και μου θύμισε τον Οδυσσέα Ελύτη «να έχεις την ψυχή σου στα δάχτυλά σου, στα μάτια σου, στα χείλη σου, από ‘κει μιλάει ο κόσμος!»
Στην πόλη μας έχει δημιουργηθεί μια σημαντικότατη θεατρική παράδοση, κι έχουν ανέβει σπουδαία θεατρικά έργα. ‘Όμως, το «Συνέβη και του χρόνου» με κάρφωσε στην αχίλλειο πτέρνα μου. Γιατί, λόγω προσωπικών βιωμάτων, από μικρό παιδί αναρωτιέμαι γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις δαπανώνται τόσο επιπόλαια, τόσο εγωιστικά, τόσο αυτιστικά, τόσο αδιάφορα, τόσο κυνικά! Γιατί να ζούμε, ή μάλλον να επιβιώνουμε, σαν τραγικοί κλώνοι μιας κοινής μοναχικότητας μέσα σε γωνιές – κλουβιά, με πόρτες κινδύνου και εξόδους διαφυγής κρυφές, όπως στο καταπληκτικό σκηνικό του κ. Χρήστου Παππά που «μιλούσε» από μόνο του, στο χρώμα της εκτυφλωτικής λευκότητας από κάθε τι που θα μπορούσε να «λερώσει» έστω και με μια μικρή σταγόνα αλήθειας την «αψεγάδιαστη» εικόνα του καθωσπρεπισμού μας.
Για αυτό ταυτίστηκα με τους ηθοποιούς όσο ποτέ άλλοτε εκείνο το βράδυ. Κι από όλους κάτι πήγα να κλέψω, από τον Σίντνεϊ (Χαλκιάς Βασίλης) την ανάλαφρη διάθεσή του, από τον Τζέφρυ (Φελέκης Ιωάννης) τη φυσικότητά του, από τον Ρόνυ (Καρέζος Γιώργος) το ήθος του, ήθος των παλιών μορφών του ελληνικού κινηματογράφου, κι από τη χαρισματική Τζέην (Μπότσαρη Αναστασία) τη βοή- θειά της στο καθάρισμα της δικής μου ψυχής. Κι αν υποθέσουμε πως το θέατρο είναι μια βαθιά μυσταγωγία, ίσως να μην διαβαστεί ως υπερβολή πως κάποια στιγμή «ανέβηκα στη σκηνή» και χάρισα από ένα τριαντάφυλλο στην Μάριον και στην Εύα.
Και οι δυο αυτές κυρίες αποτέλεσαν εκείνο το βράδυ δύο άστρα στον ουρανό της υποκριτικής μυθολογίας. Η πρώτη ως μία όμορφη μεγαλοαστή, η οποία ωστόσο μέσα στο τουπέ, στην άνεσή της και στη πνευματώδη ειρωνεία της, κρύβει τα ερωτικά της κενά και την πλήξη μιας χωρίς νόημα ζωής. Ένας ιδιαίτερα απαιτητικός ρόλος για την κα Νάτσιου Καλλιόπη, που προϋποθέτει μεγάλη υποκριτική ικανότητα αλλά και εσωτερική πλαστικότητα, για να αποδοθούν αυτές οι λεπτές συμπεριφορικές αποχρώσεις.
Η κα Μαριάνθη Σακαγιάννη, κυριολεκτικά με διέλυσε. Μια εύθραυστη, παθολογικά ευαίσθητη, μοναχική μέσα στην τύρβη ύπαρξη, που η έλλειψη κατανόησης τη σπρώχνει μέρα με τη μέρα στην απελπισία. Αλήθεια, πόσες τέτοιες ραγισμένες καρδιές ζουν γύρω μας χωρίς να τις βλέπουμε, άλλος γιατί έχει χωμένο το κεφάλι του στο φούρνο της εγωιστικής του μικροσυσκευής. κι άλλος γιατί ασχολείται μονίμως και εμμονικά μόνο με τα «υδραυλικά» του συστήματα!
Οι ανθρώπινες σχέσεις πάντα ήταν προβληματικές. Και σήμερα ακόμη περισσότερο. Αν προσέξει κανείς στο έργο, τα ζευγάρια είναι τα ίδια, που σημαίνει πως οι δεσμοί ανάμεσα στα πρόσωπα υπάρχουν, απλώς δεν βρήκαν τον τρόπο να διαμορφώσουν «σχέσεις». Οι σχέσεις δεν διαμορφώνονται μ’ ένα κλικ, όπως νομίζουμε στην εποχή μας, εποχή της «Ευτυχιοκρατίας» που μας κυβερνά με συνταγές και γκουρού. Οι σχέσεις χτίζονται πάνω στα θεμέλια του αυτοστοχασμού. «Είναι ένας θάνατος να βγεις απ’ το εγώ σου», γράφει ο Νίκος Καρούζος, «μα είναι ο μόνος θάνατος που σε σώζει απ’ το θάνατο!»
Το αγαπώ πολύ το θέατρο. Στην αρχαιότητα ήταν το Σχολείο της Δημοκρατίας. Για μένα είναι μια μεγάλη γιορτή. Στην τελευταία γιορτή είδα μια παρέα νέων ανθρώπων που παράγουν χαρούμενοι πολιτιστικές υπεραξίες, κάνοντας παράλληλα το κέφι τους. Ειλικρινά, τους ζήλεψα. Και στο τέλος, δίνοντάς τους συγχαρητήρια ευχόμουν να με συλλάβουν, να μου φορέσουν χειροπέδες και να με κρατήσουν ισόβια στο «δεσμωτήριό» τους, όπου αναπαράγεται ο αληθινός έρως της Τέχνης, η φιλία, η αγάπη και η ελευθερία που αναζητώ από μικρό παιδί στη δική μου ζωή.