Αφιέρωμα μαθητριών και μαθητών Α’ και Β΄ τάξης 4ου λυκείου Άρτας στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου)

Οι μαθητές και μαθήτριες της Α΄ και Β΄ τάξης του 4ου λυκείου Άρτας με τις φιλολόγους τους Μαρία Δέτσικα, Μαρία Χατζηγιάννη και Αθανασία Μανιφάβα συ-ζήτησαν για την ποίηση και δεν αμέλησαν, «πήραν μαζί τους νερό,/ γιατί το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία».
Σε κείμενό τους, αναφέρουν: «Την έχουμε ανάγκη την ποίηση; Ποια είναι η μοίρα της στην Τρίτη μετά Χριστό χιλιετία της βιομηχανικής ανάπτυξης, της οικολογικής κατάρρευσης, της κοινωνικής αποσάθρωσης και της υποχώρησης των ιδεών; Τι χρειάζονται οι ποιητές; Σε τι χρησιμεύει η ποίηση; Ερωτήματα που μένουν συνεχώς αναπάντητα και διαρκώς επανέρχονται όλο και πιο βασανιστικά σε εποχές όπως η δική μας, που τα πάντα γκρεμίζονται και η πίστη στο θαύμα ολοένα κλο- νίζεται. Αλλά μήπως στους δύσκολους και τους μικρόψυχους καιρούς δεν γράφτηκε σπουδαία ποίηση; Ο Έλιοτ εξέδωσε τα «Τέσσερα κουαρτέτα» ενώ μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κι ο Μπρε- χτ εμπνεύστηκε τα καλύτερα ποιήματά του σε καθεστώς εξορίας. Μέσα στον πόλεμο ο Σεφέρης έγραψε τον «Τελευταίο σταθμό» και ο Εγγονόπουλος τον «Μπολιβάρ».
Αν ισχύει ότι: «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα» (Τίτος Πατρίκιος) ή:Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!/ Μου το ’παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ./ Μου το ’χε πει κ’ η μάνα μου παλιότερα:/ «Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα./ Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,/ CINTURATO υπάρχει μόνο PIRELLI»./ Μα εγώ δεν την άκουσα (Καρούζος).
Και οι στίχοι του Βολφ Μπίρμαν: Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,/ υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,/ κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,/ με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,/ σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,/ τους έχω βαρεθεί. Και του Εγγονόπουλου: Μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει/ πως από καιρό τώρα/ – και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα -/ είθισται/ να δολοφονούν/ τους ποιητάς.
«Πώς μπορεί να γραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς»; Ή να διαβαστεί; Η απάντηση στο ερώτημα του Αντόρνο έρχεται απ’ τα παλιά, από τον Μαγιακόφσκι: «Η ποίηση είναι κάτι το τρισκατάρατο/ θες δε θες, ζει και βασιλεύει!». Τότε τι χρειάζονται οι ποιητές και η ποίηση;
Στο μυθιστόρημα «Οι δαιμονισμένοι» ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα κάποιου από τους επαναστάτες μηδενιστές του έργου τη φράση «Ένα ζευγάρι μπότες αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον Σαίξπηρ». Αλλά η ποίηση και η τέχνη δεν μπορούν να έχουν καμία άμεση χρησιμότητα. Ένα ζευγάρι μπότες μπορεί να είναι χρήσιμο. Η μεγάλη ποίηση που έρχεται από πολύ μακριά διασχίζοντας τους αιώνες είναι απαραίτητη.
«Δὲν εἴμαστε ποιητὲς σημαίνει φεύγουμε/ Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα/ Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους/ Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου/ Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ (Σαραντάρης).
Η ποίηση, κι ας μην το νιώθουμε πάντα, κατοικεί στη μνήμη, όχι μόνο του πνεύματος αλλά και του σώματος του ανθρώπου. Γιατί η ποίηση δεν είναι μόνο ό,τι τυπώνεται και δένεται σε βιβλίο, ούτε ό,τι στιχουργείται. Είναι πτήση και πτώση μαζί. « Μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει, ωραίος, ανάλαφρος, εξαίσιος ίλιγγος. Βαθύ το πέσιμο, βαθύ τ’ ανέβασμα». Είναι αυτό που οι θεολόγοι αποκαλούν «felix culpa», μια χαρούμενη Πτώση.
Είναι η πολυέξοδη, η δαπανηρότατη ματαιότητα, μια υγρασία που την έχουμε ανάγκη, γιατί διώχνει την ξηρότητα της καθημερινότητας, είναι το νερό μας για το μέλλον μας, που θα έχει πολύ ξηρασία, ό,τι παραμυθητικό απομένει, όταν πληθαίνει το μηδέν και δεσπόζει. Ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ/ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα/ Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω/ Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες. (Μανώλης Αναγνωστάκης).
Η ποίηση είναι η μνήμη που γίνεται εικόνα και η εικόνα που μετατρέπεται σε φωνή. Αν ο άνθρωπος τη λησμονήσει θα λησμονήσει τον ίδιο του τον εαυτό (Σέλεϊ).
Ο χώρος όπου μας βγάζει η ποίηση είναι και ο δικός μας τόπος έτσι όπως δεν τον αντικρίσαμε ίσως ποτέ και ο χρόνος είναι μέσα στην πραγματικότητά μας μια στιγμή, που δεν της δώσαμε την πρέπουσα σημασία. Ο ποιητής είναι η αναπνοή ενός ολόκληρου λαού. Γιατί αναζητεί το ιερό που αντιστέκεται στους συρμούς των καιρών μας, γιατί μας ανοίγει τα μάτια στη μικροψυχία και πλαταίνει την ψυχή μας. Γιατί ο ποιητής στοχάζεται, υποψιάζεται, αμφιβάλλει, αναθεωρεί, εξελίσσεται, δίνει το παρόν στο προσκλητήριο του καιρού του, αναζητεί την αλήθεια, ψάχνει για το φως, οδηγώντας μας κάποτε στις ανοιχτές πληγές της μνήμης, σε τόπους δακρύων και αίματος, σε μονοπάτια αδιέξοδα, σε σκηνικά εφιαλτικά.
Και ποιός άλλος, παρεκτός ο ποιητής, μπορεί με πόνο να μιλήσει για όλα αυτά; Ο ποιητής, λοιπόν, είναι ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που τον περιστοιχίζει με τους καημούς της, τους τόνους της, το μεγαλείο της, τους εξευτελισμούς της. Δεν ξεπουλάει ένα προς ένα τα υπάρχοντά του στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια και μένει χωρίς μάτια για να βλέπει, χωρίς αυτιά ν’ ακούει, με σφραγισμένο στόμα και δε μιλάει. Σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ανθρωπότητα που μαίνεται ή σωπαίνει τριγύρω του, τι θα διασώσει; Τι μπορεί να διασώσει; Τι πρέπει να απαρνηθεί; Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα…
Η ύπαρξη ποιητών/ πιστοποιεί πως πορευόμαστε ακόμα,/ όπως το πρώτο κερί/ πιστοποίησε το σκοτάδι. (Άρης Αλεξάνδρου).
Η ποίηση βοηθάει, όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σ’ ένα έρημο καταργημένο ξωκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον της κατανόησής της. Ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος, η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.
Αναρωτιόμαστε τι θα κάναμε χωρίς τους ποιητές, τους ζωγράφους και τους μουσικούς. Πώς θα αντέχαμε αυτό τον κόσμο, της αντιπαλότητας, του μίσους, της ιδιοκτησίας, του ανταγωνισμού και του κέρδους; Αυτόν τον κόσμο που έχει εντελώς ξεστρατίσει από τη φύση του. Που στον κόσμο αυτού του κόσμου το ηλιοβασίλεμα, ο έρωτας, η γαλήνη, ο διαλογισμός, η ζωή στη φύση, η ειρήνη και η αγάπη, έχουν καταντήσει είδη απλησίαστης πολυτέλειας, είδη πρώτης ανάγκης σε πολύ μεγάλη ανεπάρκεια, είδη που υπάρχουν μόνο στη σκέψη και την επιθυμία. Αλλιώς, και συνήθως, αρκείσαι στα υποκατάστατα που σου προσφέρει το απάνθρωπο σύστημα, η μαζική παραγωγή, το τυποποιημένο προϊόν ευτυχίας, που σε ξεγελάει ή σε ναρκώνει πρόσκαιρα, αλλά δεν σε ικανοποιεί κατά βάθος, γιατί είναι ρηχό, προκάτ.
Γι’ αυτό, λοιπόν. Για να μην μας σκοτώσει η πραγματικότητα, χρειαζόμαστε τους ποιητές. Άδεια ζωή/ μανιώδης κερδοσκοπία/ συφιλιδική τέχνη/ παγωμένη διανόηση/ η τρέλα γνέφει στον καθένα/ μ’ ένα κλωνάρι θανάτου/ και κανένας μεθυσμένος που να μπορεί/ να δραπετεύσει απ’ την Αθήνα/ στον κόσμο της ποίησης (Λευτέρης Πούλιος, Ενάντια, εκδόσεις Κέδρος, 1983). «Έγ-ραψε ποιήματα/ όπως άλλοι/ δούλεψαν στα λατομεία./ Και οι δυο τους σκάψανε βαθιά./ Εκείνοι για ένα μεροκάματο/ ο ποιητής όμως για τι;» (Χρ. Λάσκαρης). Αυτό το αδυσώπητο «γιατί;», στο οποίο απάντηση – καλούπι δε θα βρείς.
Σε τι χρειάζονται, λοιπόν, οι ποιητές; Ευτυχώς, θα λέγαμε, που μέσα σ’ αυτή τη «φοβερή ερημία του πλήθους» υπάρχουν κάποιοι που σε πείσμα των καιρών επιμένουν να γράφουν στίχους. Κι ας είναι «αντιεμπορικό» ή «παρωχημένο», κι ας μένουν στ’ αζήτητα… Μα πιο πολύ, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας των ποιητών, στο βάθος του πνιγμού τους, στο ναυαγισμένο πλοίο της ζωής τους, πάντα η ποίηση ήταν και θα είναι: «κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια, απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και μελλούμενα, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανά- σασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λέ-νε, μια ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμός ακό-μη, μια αξεπέραστη ΣΟΝΑΤΑ του ΣΕΛΗΝΟ- ΦΩΤΟΣ…δηλαδή». Άλλοτε ηχεί η επίκληση – παράκληση του ποιητή προς τον Κύριο: «Αν δε μούδινες την ποίηση, Κύριε,/ δεν θάχα τίποτα για να ζήσω» (Ν. Βρεττάκος).
Χρειαζόμαστε σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, την ποίηση και τη θέρμη των λέξεων, που μόνο αυτές μπορούν να μας ζεστάνουν και να μας προστατεύσουν απέναντι στο μεγάλο ψύχος, στη φοβερή εποχή των παγετώνων η οποία επέρχεται.
Στο διάσημο ρητορικό ερώτημα του Χέλντερλιν στο ποίημα «Άρτος και οίνος», «κι οι ποιητές χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο κόσμο;», η απάντηση δίνεται από τον ίδιο τον ποιητή λίγο πιο κάτω: Οι Ποιητές [ωστόσο] σαν τους ιερείς του Βάκχου τους σεβασμίους χρεωστούν να φανερώνονται από Χώρα εις Χώραν, εν μέσω των ιερών νυχτών.
Ας κλείσουμε με την απάντηση της Δημουλά: «Τί θα ήταν η ζωή μας χωρίς την ποίηση και τους ποιητές; Ένα κενό, μια χαράδρα χωρίς γέφυρα σωτηρίας, ένα απέναντι που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να επισκεφθούμε, μια ματιά χωρίς την κλεφτή της ματιά, μια ματιά μισή δηλαδή».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ