Η αποστασία του Αλή είχε σαν αποτέλεσμα η Ήπειρος να γίνει πεδίο πολέμου μεταξύ Αληπασαλίδων και Σουλτανικών. Για τους Αρτινούς ημέρες τρόμου.
Στο Μονοπλιό δούλευε η κρεμάλα, βιοπραγίες, η Παρηγορήτισσα καταλήφθηκε από τον Ισμαήλ Πασόμπεη και την έκανε φρούριο και Στάβλο. Κανείς δεν ήταν σίγουρος για τη ζωή του. Μέσα από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη μπορούμε να πάρουμε την εικόνα των ημερών εκείνων..
Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Κεφάλαιο 1-2: «Ὁ Σουλτάνος διόρισε τὸν Χουρσὶτ πασσὰ ἀρχιστράτηγον μὲ πολλοὺς πασιάδες νὰ πολιορκήσουνε τὸν Ἀλήπασια καὶ γιόμωσαν τὰ Γιάννενα καὶ ἡ Ἄρτα Τούρκους καὶ Ἀρβανίτες καὶ ἅρπαγους καὶ παραλυμένους, πῆραν πολλὲς γυναῖκες Ρωμαίγισσες στανικῶς, πῆραν καὶ μίαν δούλα τοῦ πατριώτη μου καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ πάρουν καὶ τὴν γυναίκα του.
Ἦταν ὡραῖα καὶ θὰ τὴν ἔπαιρνε ἕνας πασσᾶς ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Ἄρτα, τὸν ἔλεγαν Χασάνπασια, κακὸς ἄνθρωπος, αὐτὸς καὶ ἕνας, τὸν ἔλεγαν Μπαμπάπασια, ἀφάνισαν τὴν τιμὴ καὶ πλούτη τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸς ὁ Μπαμπάπασιας ἔπιασε τὸν πατριώτη μου κ᾿ ἐμένα καὶ μᾶς φυλάκωσε καὶ γύρευε νὰ μᾶς χαλάση, καὶ μὲ πολλὲς πλερωμὲς ὁποῦ ῾καμε ὁ πατριώτης μου σωθήκαμε. Καὶ ἀφοῦ σωθήκαμε, τοῦ εἶπα νὰ φύγωμε νὰ πᾶμε εἰς τὴν πατρίδα μας, εἰς τὸ Λιδορίκι, νὰ σωθοῦμε. Δὲν μ᾿ ἄκουσε, ἄκουγε τὶς γυναῖκες καὶ ἔπαθε πολλά. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀναχώρησα ἀπὸ αὐτόν. Ὕστερα τὸν κιντύνεψε καὶ ὁ Χασάνπασσας καὶ ἔφυε κρυφίως καὶ ἄφησε τὴν φαμελιὰ τοῦ εἰς Ἄρτα, καὶ θὰ τοῦ τὴν ἔπαιρνε αὐτὸς γυναίκα. Καὶ ἦταν γκαστρωμένη, ἑτοιμόγεννη, καὶ τὴν ἄφησε ὅσο νὰ γεννήσῃ, νὰ τὴν πάρη.
Ἀφοῦ ἦταν πολλὴ Τουρκιὰ εἰς Ἄρτα καὶ Πρέβεζα καὶ Σούλι καὶ ἄλλα μέρη τῆς Ἤπειρος ὁποῦ τὰ βαστοῦσε ὁ Ἀλήπασσας, καθὼς καὶ ῾σ τὰ Γιάννενα, ἦταν παντοῦ δύναμες μεγάλες του Σουλτάνου καὶ βάλαν καὶ σφίξη καὶ μάζωναν καὶ τ᾿ ἄρματα τῶν Ρωμαίγων καὶ νὰ βουλώσουνε καὶ τὸν πάλτο τῆς μπαρούτης, τοῦ μολυβιοῦ, τῶν στουρναριῶν τῆς Ἄρτας. Καὶ αὐτὸν τὸν πάλτο τὸν εἶχε ἕνας ἀγαθὸς ἄνθρωπος, φίλος μου στενός, κάναμε ἐμπόριον μαζί, Γιωργάκη Κοράκη τὸν ἔλεγαν, συγγενὴς τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν πατριώτων Ζωσιμάδων. Ἀφοῦ τὸν ἤξερα τίμιον ἄνθρωπον, ρώτησα τὸν Οἰκονόμο καὶ τὸν μακαρίτη Γῶγο Μπακόλα καὶ Σκαρμίτζο, ὅτι μπῆκαν καὶ αὐτεῖνοι εἰς τὸ μυστήριον (γενναῖοι ἄντρες καὶ ἀγαθοὶ πατριῶτες) καὶ ἀφοῦ τοὺς ρώτησα, δὲν ἤθελαν νὰ τὸν βάλουν εἰς τὸ μυστήριον τὸν Κοράκη, ὅτι φοβώνταν νὰ μὴν τοὺς προδώση τὸ μυστήριον. Καὶ πολεμοφόδια δὲν εἴχαμε τελείως ῾σ ἐκεῖνα τὰ μέρη, καὶ ὁ τόπος ὅλος πιασμένος, καὶ θὰ κάναμε ἐπανάστασιν χωρὶς πολεμοφόδια, καὶ τὰ περισσότερα ντουφέκια μὲ σκοινιὰ δεμένα.
Τότε ἀποφασίζω μόνος μου, χωρὶς νὰ ρωτήσω τοὺς ἄλλους, καὶ ὁρκίζω τὸν παλταδόρο, τὸν ἀγαθὸν πατριώτη, καὶ ἀδειάσαμε ὅλον τὸν πάλτο καὶ πήραμε τὸ μπαρούτι, μολύβι καὶ στουρνάρια. Καὶ εἶχα δυὸ κρυψῶνες εἰς τὸ σπίτι μου καὶ αὐτὸς εἰς τὸ σπίτι του καὶ τὰ κουβαλήσαμε ἐκεῖ καὶ κάτι ὀλίγον ἀφήσαμε μέσα εἰς τὸν πάλτο. Καὶ ἡ θεία χάρη, δόξα νὰ ἔχει, στράβωνε τοὺς Τούρκους καὶ δὲν βλέπαν ὁποῦ τὰ κουβαλάγαμε. Καὶ ἔβαλε χρήματα ὁ ἀγείμνηστος Κοράκης -ὅτι ὕστερα ἐχάθη- καὶ ἐγὼ καὶ ἀγοράζαμε μὲ τρόπον ἄρματα καὶ τὰ κρύβαμε ἐκεῖ ὁποῦ ῾χαμε τὸ μπαρούτι καὶ εἰς τὰ ταβάνια τῶν σπιτιῶν μας, καὶ ἀρματώναμε τοὺς Ἑφτανησιῶτες καὶ ἄλλους καὶ τοὺς δίναμε καὶ πολεμοφόδια καί τους… εἰς τοὺς καπεταναίους, ὅθεν ἔκανε χρεία, δίναμε καὶ τῶν ἴδιων καπεταναίων.
…Τὸ μεγάλο Σαββάτο τὴν νύχτα, ξημερώνοντας Λαμπρή, πῆγα εἰς Ἄρτα, ἀντάμωσα τοὺς δικούς μας, τοὺς εἶπα τὰ τρέχοντα. Φέραν καὶ τὰ κεφάλια τῶν Πατρινῶν ἐκεῖ, νὰ τὰ πάνε τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ. Τότε πιάνουν κ᾿ ἐμένα ὡς χαΐνην τοῦ Σουλτάνου, ὁποῦ ἤμουν εἰς Μοριᾶ, μὲ πᾶνε εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας. Μοῦ περνοῦνε σίδερα εἰς τὰ ποδάρια καὶ ἄλλους παιδεμούς, νὰ μαρτυρήσω τὸ μυστικόν. Ἑβδομήντα πέντε ῾μέρες παιδεμούς.
Μᾶς πᾶνε εἰκοσιέξι ἀνθρώπους νὰ μᾶς κρεμάσουνε καὶ ὁ Θεὸς γλύτωσε μόνον ἐμένα. Ἦταν Βονιτζάνοι καὶ ἀπ᾿ ἄλλα μέρη καὶ τοὺς κρέμασαν ὅλους ῾στὸ παζάρι. Διὰ νὰ μὲ ξετάξουνε ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς μαρτυρήσω τὸ βίον μου μὲ γύρισαν ὀπίσω ἀπὸ τὴν καταδίκη εἰς τὸν πασιᾶ καὶ μὲ ξέταζε διὰ τὸ δικό μου βίον καὶ τοῦ πατριώτη μου. Μὲ πῆγαν πίσω εἰς τὸ κάστρο, ἄλλη βολὰ νὰ μὲ χαλάσουνε, καὶ μ᾿ ἔβαλαν ῾σ ἕνα μπουντρούμι. Καὶ ἤμαστε ἑκατὸν ὀγδόντα ἄνθρωποι. Καὶ ἦταν σάπιο ψωμὶ μέσα καὶ μαγαρίζανε ἀπάνου ῾στὸ ψωμί, ὅτι ἀλλοῦ δὲν εἴχαμε τόπον.
Καὶ ἡ ἀκαθαρσία ἐκείνη καὶ τὰ χνῶτα ἔκαναν μίαν βρόμα, ὁποῦ δὲν εἶναι ῾στὴν γῆς ἄλλη χειρότερη. Καὶ ἀπὸ τὴν κλειδωνότρυπα τῆς πόρτας βαίναμε τὴ μύτη μας καὶ παίρναμε ἀγέρα. Καὶ μὄριχναν ἐμένα ξύλο καὶ παιδεμοὺς πλῆθος, καὶ ἀφοῦ πῆγαν νὰ μὲ χαλάσουνε. Καὶ ἀπὸ τὰ χτυπήματα ἐπρίστηκε τὸ σῶμα μου καὶ καντήλιασε καὶ ἤμουν εἰς θάνατο».