Εάν θελήσεις να περιγράψεις έναν «καλό καγαθό» άνθρωπο αμέσως σου έρχεται στο νου ο Θωμάς Γόγαλης (φωτο). Ένας ήρεμος, πράος και μειλίχιος άνθρωπος. Σε ό,τι ήθελες να τον ρωτήσεις απαντούσε. Σε ό,τι ήθελες να τον συμβουλευτείς ήταν δίπλα σου. Δεν κρατούσε κακία σε κανέναν άνθρωπο. Νομίζω ότι το «moto» του για τη ζωή ήταν το «όλα θα γίνουν». Δίδασκε υπομονή και γαλήνη.
Γεννημένος στην Ακροποταμιά Άρτας ξεκίνησε παρά τις αντιξοότητες της εποχής, να σπουδάσει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Λίγοι ήταν τότε οι συντοπίτες του που έφευγαν για την πρωτεύουσα να γίνουν επιστήμονες. Επέστρεψε στην Άρτα πτυχιούχος και άρχισε να ασκεί το επάγγελμα. Εργάσθηκε ως δικηγόρος για 16 χρόνια. Στη συνέχεια τον κέρδισε η συμβολαιογραφία. Ο πατέρας του ήταν ιερωμένος στο χωριό. Αν κρίνω από την αγάπη που του έτρεφαν όλοι οι συντοπίτες του τόσο από την Ακροποταμιά όσο και από τα διπλανά χωριά, θεωρώ ότι στο νου τους τον τοποθετούσαν εξίσου σεβάσμιο όσο τον πατέρα του, τον παπά.
Ως φύλακας του συμβολαιογραφικού του αρχείου ακόμα βλέπω ανθρώπους μεγαλύτερους στην ηλικία να έρχονται και να μου μιλάνε για τον κυρ – Θωμά. Θεωρούν πολύ μεγάλη τους τιμή που τον είχαν δίπλα τους στα περιουσιακά τους. Ακόμα και άνθρωποι που δεν είχαν κάνει συμβόλαια σε αυτόν μιλάνε με καμάρι για την διαπροσωπική σχέση που είχαν αναπτύξει μαζί του. Θεωρούν μεγάλη τους τιμή που τον γνώρισαν.
Κάπως έτσι σε κάποια στιγμή παρουσιάστηκε ανάγκη και έγινε άμισθος υποθηκοφύλακας. Εκείνες τις εποχές που άρχιζαν να αποκτούν βάση και αξία οι περιουσίες στα χωριά. Τότε που οι απλοί πολίτες συνειδητοποιούσαν ότι πρέπει να κατοχυρώσουν την περιουσία τους, τα σπίτια τους και τα χωράφια τους, που καλλιεργούν και βγάζουν το ψωμί τους.
Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο στάθηκε δίπλα στους αγρότες. Διετέλεσε πολλά χρόνια πρόεδρος της Ένωσης Κέντρου Άρτας. Έγινε μια από τις φωνές των αγροτών. Τότε που ο κόσμος δεν ήξερε να κάνει διαδηλώσεις και να διαμαρτύρεται, ο κυρ – Θωμάς ήταν εκεί για να γίνει η φωνή τους και να μιλήσει στις συγκεντρώσεις.
Αφοσιώθηκε στο επάγγελμά του και στην αγαπημένη του Παναγιώτα από το διπλανό χωριό των Συκεών. Από τον τόπο του διάλεξε τη γυναίκα του. Αφοσιωμένος οικογενειάρχης.Έδινε και προσέφερε τα πάντα στην οικογένειά του ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Συνταξιοδοτήθηκε. Όμως δεν ήθελε να φύγει από το γραφείο του. Ήθελε εκεί να βρίσκεται με όλον αυτόν τον κόσμο που έζησε όλη του τη ζωή, τους πελάτες, που ήταν ταυτόχρονα και φίλοι του.
Ευτύχησε τα δυό του αγόρια να γίνουν και αυτά επιστήμονες και χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία. Ο πρωτότοκος Βασίλης δικηγόρος και ο μικρότερος Νίκος γιατρός. Είδε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα που πήραν το όνομά τους από αυτόν και την σύζυγό του. Τα χάρηκε τα είδε να μεγαλώνουν, τους έδωσε την ευχή του. Τους έδωσε εφόδια για τη ζωή τους να είναι ευγενείς και παραγωγικοί άνθρωποι στην κοινωνία.
Τα τελευταία χρόνια είχε το καθιερωμένο ραντεβού του με τους φίλους του στην κεντρική πλατεία για καφέ. Όλοι πήγαιναν με κόπο, όντας γηραιοί πια και με προβλήματα υγείας, στην καθημερινή τους συνάντηση. Οι λίγοι, οι εναπομείναντες μιας άλλης εποχής, πιο ανθρώπινης και πιο ρομαντικής. Έφυγε πλήρης ημερών από κοντά μας. Καλοζωισμένος και ευτυχής. Δημιούργησε μια δεμένη και πολύ αγαπημένη οικογένεια. Άφησε πίσω του την κληρονομιά μιας ζωής με ισχυρές αξίες, όπως καλοσύνη, αλληλοβοήθεια, σεβασμό για τον συνάνθρωπο.