Ο Ρόβας, εξεκίνησε μες στη Βλαχιά να πάει./ Νύχτα σελώνει τα άλογα, νύχτα τα καλιγώνει./ Βάζει τα πέταλα χρυσά, καρφιά μαλαματένια./ Στο χάνι τον περίμεναν τρεις όμορφες κοπέλες./ – Ρόβα μου, τι μας έφερες απ’ τ’ όμορφο Ζαγόρι;/ Όλο στεριά επήγαινε, όλο στεριά πηγαίνει./ Νύχτα περνάει το Δούναβη μπαίνει στα Βουκουρέστια,/ ’κει πέρα που ξεπέζευε όλοι τονε ρωτάγαν:/ – Ρόβα μ’ σαν τι μας έφερες από τα Γιάννενά σου;/ – Σας φέρνω εκατό παιδιά κι όλα Γιαννιωτοπαίδια./ Τα τρία τα καλύτερα της ομορφιάς στολίδια./ Το ’να το λεν’ Αυγερινό, τ’ άλλο το λεν’ Φεγγάρι,/ το τρίτο το καλύτερο, το λεν’ Μαΐσιο ήλιο!/ – Ο Ρόβας! Γεια σου, Ρόβα μου!/ – Πάπια χήνα μου!/ Να ’χεις το κρίμα μου!
Ιστορικό τραγούδι σε 4σημο και 2σημο ρυθμό που αναφέρεται στον Ρόβα, από το χωριό Δοβρά των Ιωαννίνων, που το όνομά του έγινε θρύλος με τα αγώια που έκανε με τα καραβάνια του.
Ήταν μεγάλος και ξακουστός αγωγιάτης με εκατό και πλέον αλογομούλαρα, ενώ κάποιοι ισχυρίζονται πως κόντευε και τα διακόσια. Είχε πολλούς βοηθούς, έκανε μεταφορές και διεξαγωγή εμπορίου μεταξύ Ηπείρου και Βλαχιάς στις παραδουνάβιες πόλεις.
Επίσης, ο Ρόβας με κίνδυνο της ζωής του, φυγάδευε προς στη Βλαχιά πολλούς αγωνιστές στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι ήταν επικηρυγμένοι από τους Τούρκους.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Ρόβας, αυτός ο ξακουστός αγωγιάτης, ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία προσφέροντας στον αγώνα για τη λευτεριά πολλές υπηρεσίες. Για όλα αυτά η λαϊκή μούσα τον έκανε τραγούδι.