Γράφει η Αφέντρα Γ. Μουτζάλη, Επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων
“Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο,
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο…”.
Μάνος Χατζηδάκης – Νίκος Γκάτσος
“Ο εφιάλτης της Περσεφόνης”
ΜΕΡΟΣ Α’
Τον τελευταίο χρόνο πάνω από την Ευρώπη πλανώνται οι εφιάλτες της ανασφάλειας, της ασθένειας, της ανέχειας, του λιμού και του ολέθρου. Ο άνθρωπος αγωνιά, φοβάται για το αύριο και προσπαθεί από αρχαιοτάτων χρόνων, με διάφορους τρόπους, να το μαντέψει. Μια από τις μεθόδους πρόγνωσης του μέλλοντος είναι η ονειροκριτική, η ερμηνεία δηλαδή των ονείρων. Από την άποψη αυτή ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα όσα αναφέρει ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός για τους καρπούς της γης και ιδιαιτέρως τα δημητριακά, στα Ονειροκριτικά του.
Αναλυτικότερα … “αν ονειρευτείς χοντροκομμένο στάρι είναι επικερδές, όσο είναι και θρεπτικό, αλλά επειδή παρασκευάζεται με κόπο σημαίνει και υπερβολικούς κόπους και αρρώστια για το φτωχό που θα το ονειρευτεί… εάν ονειρευτείς ότι τρως το συνηθισμένο σου ψωμί είναι καλό, και για τους φτωχούς καλό θεωρείται το μαύρο ψωμί, ενώ για τους πλούσιους το ολότελα άσπρο…”. “Το κριθαρένιο ψωμί είναι καλό για όλους, γιατί ένας μύθος λέει ότι αυτή ήταν η πρώτη τροφή που δόθηκε στους ανθρώπους από τους Θεούς”…. “όλα τα όσπρια εάν τα ονειρευτείς είναι κακά, εκτός του μπιζελιού, δηλαδή του “πίσου”, λόγω της ονομασίας του που σημαίνει πειθώ. Τα μπιζέλια είναι ιδιαίτερα ευοίωνα για τους πλοιάρχους και τους ρήτορες, διότι τα πηδάλια πείθονται από τους πλοιάρχους να ακολουθήσουν την πορεία τους και οι δικαστές πείθονται από τους ρήτορες.
Τα κοπανισμένα όσπρια και κουκιά σημαίνουν διχόνοιες, τα πρώτα επειδή είναι κοπανισμένα και τα δεύτερα επειδή προκαλούν υπερβολικά αέρια. Η φακή προλέγει πένθος και το χοντροαλεσμένο κριθάρι κούραση, επειδή αλέθεται δύσκολα. Το κεχρί, η μελίνη και η ζειά σημαίνουν φτώχεια και ανέχεια, και μόνο για όσους βγάζουν το ψωμί τους από τα πλήθη είναι ευοίωνα…” …. “εάν ονειρευτείς στεφάνια από ελιά και φοίνικα σημαίνει γάμο για τις ανύπαντρες γυναίκες και προμηνύουν πολύχρονα παιδιά, επειδή είναι φυτά αειθαλή, γιό ο φοίνικας και κόρη η ελιά. Το στεφάνι από μυρσίνη σημαίνει τα ίδια με το στεφάνι από ελιά, και είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για τους γεωργούς λόγω της Δήμητρας και για τις γυναίκες λόγω της Αφροδίτης, γιατί το φυτό ανήκει και στις δύο θεές…” … “Η ελιά σημαίνει γυναίκα, αθλητισμό, εξουσία και ελευθερία, και γι’ αυτό το λόγο είναι καλό να τη βλέπει κανείς ευθαλή και εδραιωμένη από τις ρίζες και να έχει καρπό δεμένο και ώριμο. Όταν μαζεύονται οι ελιές είναι καλές για όλους τους άλλους, αλλά στους δούλους προμαντεύουν χτυπήματα γιατί ο καρπός τους πέφτει με ραβδίσματα. Να μαζεύει κανείς ελιές από κάτω ή να τις τρίβει σημαίνει κόπο και κάματο. Γενικά όλα τα καρποφόρα δέντρα είναι καλύτερα από τα άγρια και ανάμεσα στα καρποφόρα είναι καλύτερα τα αειθαλή, με εξαίρεση την ελιά και τη δάφνη.
Από αυτά τα δύο, η ελιά έχει παρατηρηθεί ότι για τους αρρώστους είναι θανατηφόρα, και η ίδια και ο καρπός της και τα φύλλα, ενώ η δάφνη είναι σωτήρια. Και είναι φυσικό, επειδή τους πεθαμένους τους κηδεύουν με κλαδιά ελιάς, αλλά ποτέ με δάφνης…” “Κάποιος ονειρεύτηκε ότι από το κεφάλι του φύτρωσε μια ελιά. Έγινε δεινός φιλόσοφος, όχι μόνο ως προς τα λόγια αλλά και ως προς τον συνακόλουθο τρόπο ζωής, γιατί το φυτό αυτό είναι αειθαλές, στέρεο και αφιερωμένο στην Αθηνά και αυτή η θεά θεωρείται η προσωποποίηση της φρονήσεως….”. “Από τα λεγόμενα λευκά λάχανα, το γογγύλι, το ρεπάνι και η κολοκύθα σημαίνουν μάταιες ελπίδες, γιατί όλα τους έχουν όγκο χωρίς θρεπτική αξία. Για τους αρρώστους και τους ταξιδιώτες σημαίνουν εντομές και κοψίματα με σίδερο, γιατί τέτοια λαχανικά τα κόβουμε με το μαχαίρι.
Τα κομμένα αγγούρια είναι καλά να τα ονειρευτούν οι άρρωστοι επειδή βγάζουν υγρά. Εάν ονειρευτείς πεπόνια, θεωρούνται ευοίωνα για τις φιλίες και τις συμφωνίες. Το σουσάμι, ο λιναρόσπορος και το σινάπι, είναι ευοίωνα για τους γιατρούς”…. “Να ονειρευτείς και να φας γλυκά και ώριμα εαρινά μήλα είναι καλό, γιατί σημαίνουν μεγάλη θελκτικότητα, ιδίως για όσους ενδιαφέρονται για τη γυναίκα ή την ερωμένη τους, επειδή αυτά είναι αφιερωμένα στην Αφροδίτη. Τα ξινόμηλα σημαίνουν έριδες και φιλονικίες, γιατί είναι αφιερωμένα στην Έριδα. Τα χειμωνιάτικα μήλα, που τα λέμε κυδώνια, φέρνουν λύπες επειδή είναι στυφά. Τα σύκα, όταν τα ονειρεύεται κανείς στην εποχή τους, είναι ευοίωνα. Όταν τα δεις εκτός εποχής, σημαίνουν συκοφαντίες και προπηλακισμούς. Τα σταφύλια είναι ευοίωνα και εκτός και εντός εποχής και σημαίνει ως επί το πλείστον τις ωφέλειες που προκύπτουν διαμέσου ή εξαιτίας των γυναικών.
Οι ροδιές σημαίνουν τραύματα λόγω του χρώματος, βάσανα λόγω των αγκαθιών και δουλεία και υποταγή λόγω του Ελευσίνιου μύθου…”. Εδώ ο Αρτεμίδωρος υπαινίσσεται το μύθο για την απαγωγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Όταν η Δήμητρα την ανακάλυψε στον Άδη και προσπάθησε να τη φέρει στη γη, ο Δίας αποφάνθηκε ότι αυτό θα ήταν αδύνατο αν είχε φάει το παραμικρό στον Άδη. Η Περσεφόνη είχε φάει έξι σπόρους από ρόδι, και γι’ αυτό έξι μήνες το χρόνο ήταν υποχρεωμένη να τους περνά στον κάτω κόσμο, ενώ τους υπόλοιπους έξι μήνες μπορούσε να επιστρέφει στη γη.
… “Τα ροδάκινα, τα βερίκοκα, τα κεράσια σημαίνουν πρόσκαιρες ηδονές και απάτες. Τα μούρα σημαίνουν τα ίδια με τα ρόδια. Οι ήμερες αχλαδιές είναι ευοίωνες, ενώ τα άγρια αχλάδια και τα απίδια είναι ωφέλιμα μόνο για τους γεωργούς. Η βελανιδιά σημαίνει άνθρωπο πλούσιο λόγω της θρεπτικής της αξίας ή ηλικιωμένο, επειδή ζει πολλά χρόνια… Η δάφνη σημαίνει γυναίκα ευκατάστατη επειδή είναι αειθαλής και όμορφη. Οι ροδιές, οι μηλιές, οι αχλαδιές έχουν την ίδια ερμηνεία με τον καρπό τους.
Το αμπέλι, για όποιον θέλει να παντρευτεί ή να συνεταιριστεί, λόγω των ελίκων του και το κρασί επειδή αναμειγνύεται με νερό είναι προτιμότερα από το στάρι ή το κριθάρι… Όσα φυτρώνουν γρήγορα όπως το αμπέλι και η ροδακινιά, φέρνουν και τα καλά και τα κακά γρήγορα…”. Εάν ονειρευτείς ότι πίνεις λίγο κρασί σε μικρό ποτήρι και δεν μεθάς, είναι καλό… αν κανείς ονειρευτεί ότι πίνει ξύδι είναι κακό και σημαίνει ότι θα φιλονικήσει με τους δικούς του…. Εάν κανείς ονειρευτεί ότι πίνει λάδι σημαίνει δηλητηρίαση ή αρρώστια…
Τα Ονειροκριτικά του Αρτεμιδώρου του Δαλδιανού, που έζησε τον 2ο αιώνα μΧ, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις λαϊκές δοξασίες και δεισιδαιμονίες των αρχαίων Ελλήνων.
Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να λατρεύουν τη θεά Δήμητρα μαζί με τον Ποσειδώνα. Ο θεός του πελάγους Ποσειδώνας και η θεά των σιτηρών Δήμητρα, οι δύο αυτές διαφορετικές θεότητες, τιμήθηκαν με κοινή λατρεία διότι το δώρο της μιας συμπληρώνει το δώρο της άλλης. Οι Αθηναίοι ήταν εξοικειωμένοι με μια παραδοσιακή κοινή λατρεία του Ποσειδώνα και της Δήμητρας. Στα Αλώα, μια χειμωνιάτικη γιορτή της Δήμητρας, η θεά τιμόταν μαζί με τον Ποσειδώνα και τον Διόνυσο.
Οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Ποσειδώνα ως θεό των πατέρων τους στην Ακρόπολη, στο πλευρό της Αθηνάς. Της Δήμητρας η σχέση με τον κάτω κόσμο επισκιάστηκε στα ιστορικά χρόνια από την ισχυρή φύση της θεάς των Θεσμοφορίων, η οποία επέβαλε την Δήμητρα ως θεά των σιτηρών σε αρκετά μέρη της Ελλάδας. Η αρκαδική Δήμητρα της Φιγάλειας των ιστορικών χρόνων είχε τους προγόνους της στο κάτω κόσμο. Πήρε το όνομα Δημήτηρ όταν μπορούσε με τη λατρεία να εξευμενίζεται και να γίνεται φιλική προς τους ανθρώπους. Από τη στιγμή αυτή η αδυσώπητη θεά άρχισε να εξελίσσεται σε μειλίχια θεά της βλάστησης ή των καρπών της γης ιδίως των δημητριακών, στους οποίους στηρίχθηκε η ζωή των ανθρώπων.
Ο Ποσειδώνας διατήρησε τη χθόνια μορφή της λατρείας του ως το τέλος της αρχαιότητας. Χαρακτηριστικά είναι τα επίθετα που του αποδίδονται: “ενοσί- γαιος”, “σεισίχθων”, “γαιάοχος”. Κατά την Ησιόδεια Θεογονία ήταν η ισχυρότερη θεϊκή προσωπικότητα του κάτω κόσμου. Στα ταπεινά ιερά της υπαίθρου τιμόταν ως ο θεός των χερσαίων υδάτων, τα οποία έστελνε από τα έγκατα της γης για να εξασφαλίζει την απαραίτητη για τη ζωή των φυτών υγρασία, χαρακτηριστικό δε είναι το επίθετο: “Ποσειδών Φυτάλμιος”. Η θεσσαλική ενδοχώρα τον ήξερε ως θεό των πηγών, Ποσειδώνα Κρηναίο, αλλά και ως Πετραίο, διότι είχε σκίσει τους βρά- χους στα Τέμπη δίνοντας έξοδο στα λιμνάζοντα ύδατα της χώρας.
Στην Αττική ήταν γνωστός ως Ποσειδών Ερεχθεύς και τιμόταν με μυστική λατρεία στο Ερέχθειο μαζί με τη χθόνια Αθηνά. Στην νοτιότερη ακτή της Πελοποννήσου, στο Ταίναρο, ο Ποσειδώνας λατρεύτηκε ως ο θεός του κάτω κόσμου. Ο ναός του στο Ταίναρο υψωνόταν πάνω από ένα στόμιο καθόδου προς τον Άδη όπου λειτουργούσε ψυχοπομπείο βρεχόμενο από το κύμα του πελάγους. Στην Ερμιόνη της ανατολικής Αργολίδας, είχε επιβιώσει η λατρεία πολλών χθόνιων θεοτήτων. Η Δήμητρα του κάτω κόσμου, λατρευόταν παράλληλα με τη Δήμητρα της σποράς και των σιτηρών στην Ερμιόνη. Η χθόνια Δήμητρα λατρευόταν επίσης και στη Σπάρτη καθώς και στο Γύθειο μαζί με τον “Γαιάοχο Ποσειδώνα”.
Στην Κόρινθο υπήρχε λαϊκή λατρεία της θεάς Δήμητρας Κουροτρόφου. Στα ιστορικά χρόνια ήταν κοινή η λατρεία της Δήμητρας “Καρποδότειρας” και της “Μέλαινας”, δηλαδή των σιτηρών και του κάτω κόσμου. Στην Τεγέα υπήρχε ιερό της Δήμητρας και της Κόρης που ονομάζονταν θεές καρποφόρες. Το ιερό αυτό ανήκε στις δύο αυτές θεές που είχαν συνδεθεί με την βλάστηση, τους καρπούς και τα σιτηρά ως Δήμητρα Χλόη ή Εύχλοος. Ως θεά των σιτηρών που συγκεντρώνονται στα αλώνια παρουσιάζεται η Δήμητρα Ευαλωσία.
Στη Θήβα, σε απόσταση 7 σταδίων από το Θηβαϊκό Καβείρειο, υπήρχε άλσος για τη Δήμητρα και την Κόρη. Οι μυστικές τελετές πήραν χαρακτήρα γονιμικό ώστε να συμβάλλουν πρώτα απ’ όλα στη πλούσια συγκομιδή των καρπών της γης και έπειτα στη γονιμότητα των ανθρώπων και των εξημερωμένων ζώων. Η αρχική υποχθόνια φύση της Δήμητρας αμφισβητήθηκε από την κατηγορία ιστορικών της αρχαίας θρησκείας η οποία, παραμερίζοντας το πλήθος των τοπικών λατρειών που είχαν στο κέντρο τους τη Δήμητρα του κάτω κόσμου δέχτηκε τη θεά ως συνδεόμενη αποκλειστικά με τη σπορά και την καλλιέργεια των σιτηρών.
Ο Martin Nilsson, αναγνωρίζοντας την έννοια της λέξεως δηαί που σημαίνει κριθάρι, ακολούθησε την ετυμολογία αυτή και στο πρώτο συνθετικό του ομηρικού επιθέτου “ζείδωρος άρουρα” δηλαδή γη που χαρίζει στους ανθρώπους το ασπροσίτι ή το κριθάρι που παλαιότερα ήταν το κυριότερο διατροφικό στοιχείο. Η Δήμητρα υπήρξε “Μητέρα των κόκκων του σταριού” ένα είδος “Σταρομάνας” σ΄ έναν από τους σταθμούς της εξέλιξης της λατρείας της. Στην αφετηρία της όμως ήταν μια από τις θεότητες του κάτω κόσμου. Στο όνομά της ο Ευριπίδης έβλεπε ένα είδος στοργικής Μητέρας Γης. Οι παλιοί Αθηναίοι, των προελευσινιακών χρόνων δηλαδή πριν από το τέλος του 7ου αιώνα πΧ, αποκαλούσαν τους νεκρούς τους Δημήτριους. Την εποχή αυτή οι παλιοί Αθηναίοι είχαν άλλες θεότητες για τη σπορά και τη βλάστηση, όπως την χθόνια Πολιάδα Αθηνά και την Πάνδροσο.
Μετά την προσάρτηση της Ελευσίνας, οι Αθηναίοι αφοσιώθηκαν στην εκεί λατρεία της Δήμητρας, έχτισαν μεγάλο τελεστήριο στην Ελευσίνα και αναδιοργάνωσαν τα τοπικά μυστήρια. Η παλιά αθηναϊκή υποχθόνια Δήμητρα παραμερίστηκε από την ελευσινιακή και επέζησε στην Ερμιόνη ως “χθόνια” Δήμητρα. Σ’ ολόκληρη την ανατολική Αργολίδα, από την Επίδαυρο ως την Αίγινα, λατρεύτηκε για την σπορά και τη σιτοκαλλιέργεια το ζεύγος της Δαμίας και της Αυξησίας, γυναικείων θεοτήτων με εξάρτηση από την προελευσινική Αθήνα, γιατί τα παλιά και θαυματουργά ξόανά τους είχαν γίνει από το ξύλο αθηναϊκού ελαιοδέντρου, το οποίο ανήκε στην Αθηνά. Τα ξόανα χρωστούσαν την ιερότητά τους στο ελαιόδεντρο της Αθηνάς.
Η ιστορία των δύο ξοάνων που την αναφέρει διεξοδικά ο Ηρόδοτος τελείωσε γύρω στα 650 πΧ οπότε ακόμη δεν είχαν αρχίσει να επικρατούν στην Αθήνα οι ελευσινιακές θεότητες. Στα πρώιμα ιστορικά χρόνια, η Δήμητρα αρχίζει να ξεχωρίζει ως η κατεξοχήν θεά των σιτηρών. Η θεά Δήμητρα ως δότειρα των καρπών της γης, ήταν στη Θεσσαλία η επώνυμη θεά του Δωτίου Πεδίου, μιας εύφορης κοιλάδας που άρχιζε από την νότια έξοδο των Τεμπών ως τις όχθες της άλλοτε λίμνης Νεσσωνίδας. Η Ησιόδεια Θεογονία θεωρώντας παλιά θεά τη Δήμητρα, την γενεαλογεί ως κόρη του Κρόνου και της Ρέας και αδελφή του Δία και της Ήρας. Η Δήμητρα ξεκίνησε, όπως τα περισσότερα μέλη του προϊστορικού πανθέου, ως αυστηρή θεά του κάτω κόσμου. Αργότερα άρχισε η μεταπήδηση της λατρείας της θεάς από υποχθόνια σε χθόνια, όχι ουράνια ή “ολυμπιακή”, όπως βεβαιώνουν και τα επίθετα Δημήτηρ, Χλόη ή Εύχλοος, Καρποφόρος, Πολύκαρπος, Αγλαόκαρπος. Ως αληθινά χθόνια δηλαδή επίγεια θεά αποσπάστηκε τόσον από τους ουράνιους όσον και από τους υποχθόνιους θεούς για να μείνει κοντά στους ανθρώπους. Μένοντας κοντά στους ανθρώπους η Δήμητρα καθαγίασε, κατά τον Ισοκράτη, τους από το όνομά της γνωστούς “δημητριακούς καρπούς”.
Η Δήμητρα της σιτοκαλλιέργειας βρίσκεται έτσι στο προτελευταίο σκαλοπάτι της ανέλιξης της, το εκφραζόμενο με τις προσωνυμίες Μεγάλαρτος ή Μεγαλόμαζος, και με τη γιορτή των Μεγαλαρτίων και το εορτολογικό μήνα Μεγαλάρτιον. Η λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα είναι σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων πηγών αλλά και την άποψη της σύγχρονης έρευνας η πρωταρχική μυστηριακή λατρεία που υπήρξε πρότυπο για την ανάπτυξη και των άλλων μυστηριακών λατρειών του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου, ενώ εξίσου, σημαντική και αρχετυπική στη διάδοση της ήταν και η ελληνική θεσμοφοριακή λατρεία της Δήμητρας. Τα λιγοστά επιγραφικά ή φιλολογικά στοιχεία για την λατρεία της Δήμητρας στις Κυκλάδες υποδεικνύουν κυρίως ύπαρξη θεσμοφοριακών ιερών από την 5ο αιώνα πΧ στη Πάρο, στη Δήλο και κυρίως τον 4ο και 3ο αιώνα πΧ στην Κέα, στην Αμοργό, στην Νάξο, στην Πάρο, στη Μύκονο, στην Άνδρο και στη Κύθνο. Μια από τις κυρίαρχες λατρείες της Δήμητρας στη Αχαΐα ήταν αυτή της Δήμητρας της Παναχαίας.
Από τις δώδεκα πόλεις της αχαϊκής Δωδεκαπόλεως, η Δήμητρα, σύμφωνα με τις πηγές, λατρευόταν σε τέσσερις: στην Πάτρα, το Αίγιο, την Βούρα και την Πελλήνη, ενώ από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι λατρευόταν και στη Δύμη. Στην Πάτρα και παρά το παραλιακό άλσος, υπήρχε ιερό της Δήμητρας με τρία αγάλματα. Τα δύο παρίσταναν τη Δήμητρα και τη Κόρη όρθιες, ενώ το τρίτο τη Γαία καθιστή. Τα τρία αυτά αγάλματα αποτελούσαν μια ιερή τριάδα, και είναι εμφανής ο συμβολισμός αυτού που παρίστανε η Δήμητρα δηλαδή τη γεωργία. Η λατρεία της Γαίας, κατά τον Herbillon, έναν από τους πρώτους και ιδιαίτερα σημαντικούς μελετητές των λατρειών της Πάτρας καθιερώθηκε λόγω των συχνών σεισμών από τους οποίους υπέφερε η περιοχή. Η Δήμητρα ήταν προστάτης ολόκληρης της Αχαΐας ως Δήμητρα Παναχαία.
Σε καμία από τις αχαϊκές πόλεις δεν είχαν έλθει στο φως έως πρόσφατα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της λατρείας της Δήμητρας, εκτός από το Ιερό Αγίασμα του Παλιού Αγίου Ανδρέα, που ταυτίζεται με τη μαντική της πηγή, ενώ ήταν γνωστή και από μια επιγραφή σε ορθογώνια στήλη, που είχε βρεθεί κοντά στο Πετροχώρι της Δυτικής Αχαΐας μέσα στη χώρα της αρχαίας Δύμης δηλαδή σημερινής Κάτω Αχαγιάς και χρονολογείται στον 3ο αιώνα πΧ. Η θεσμοφόρος Δήμητρα λατρευόταν στη Δημητριάδα που ήταν χώρος μεγάλης παραγωγής σιτηρών και ιδιαίτερα της κριθής, όπως αναφέρει ο Ησύχιος. Στο Δίον την ιερή πόλη των Μακεδόνων και αργότερα ρωμαϊκή αποικία, το ιερόν της Δήμητρας βρισκόταν έξω από το νότιο περίβολο της πόλης, δυτικά των ιερών της Ίσιδος και του Διός Υψίστου, βόρεια του Ασκληπιείου και του ιερού του Ολυμπίου Διός. Η ζωή του ιερού είχε διάρκεια από τις αρχές του 5ου αιώνα πΧ ως την όψιμη αρχαιότητα.
Το ιερό της Ελευσίνας υπήρξε για αιώνες ένα από τα σημαντικότερα ιερά του αρχαίου κόσμου. Εκεί αναπτύχθηκε η λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Ήταν θεότητες που συνδέονταν με την καλλιέργεια της γης και την ανάπτυξη των καρπών, ιδιαιτέρως των σιτηρών που ακόμα και σήμερα αποκαλούνται “δημητριακά”. Η λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης είχε στην Ελευσίνα χαρακτήρα μυστηριακό και προς τιμήν τους ετελούντο τα Μεγάλα Μυστήρια. Ο Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα μαζί με τα ανασκαφικά δεδομένα αποτελούν τις πιο αξιόπιστες πηγές για τα ελευσίνια Μυστήρια.
Σε αντίθεση με άλλες γιορτές της Δήμητρας, όπου ελάμβαναν μέρος αποκλειστικά γυναίκες, όπως στα Θεσμοφόρια και τα Αλώα, η συμμετοχή στα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν επιτρεπτή στους πάντες, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής θέσης, οικονομικής κατάστασης ή ακόμη και ηλικίας. Δικαίωμα μυήσεως είχαν ακόμη και οι δούλοι εάν οι ίδιοι ή κάποιος άλλος αναλάμβανε για λογαριασμό τους τη σχετική δαπάνη. Οι μόνοι που αποκλείονταν ήταν όσοι είχαν χέρια μυαρά από ανθρωπο- κτονίες καθώς επίσης και οι μη γνωρίζοντες την ελληνική γλώσσα.
Στην αρχαιότητα το είδος του ζώου που θυσίαζαν σε κάθε θεότητα και σε κάθε περίσταση ήταν αυστηρά καθορισμένο, όπως και η ηλικία και το φύλο του. Η συνήθης προσφορά στη Δήμητρα ήταν γουρουνάκια, πιθα- νών λόγω της παροιμιώδους γονιμότητας του ζώου αυτού. Ακόμη και στην Ύστερη Αρχαιότητα, εποχή που φθίνουν οι αρχαίες λατρείες και επικρατεί ο χριστιανισμός, η μυστικότητα της Ελευσίνας διατηρείται. Το γεγονός αυτό επιδέχεται διττή ερμηνεία: δηλαδή όσοι μυή- θηκαν στα Μυστήρια δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να προσχωρήσουν στον χριστιανισμό ή ακόμη και αν μερικοί απ’ αυτούς ακολούθησαν την χριστιανική λατρεία διατήρησαν το σεβασμό προς τους όρους μυστικότητας των Μυστηρίων.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια καταργήθηκαν με τα αλλεπάλληλα αυτοκρατορικά διατάγματα του Θεοδοσίου Α’ του Μεγάλου (379-395 μΧ) που απαγόρευαν κάθε λατρευτική εκδήλωση της αρχαίας θρησκείας. Το τελειωτικό όμως πλήγμα στην Ελευσίνα το επέφεραν το 395 μΧ οι ορδές των Γότθων του Αλάριχου μαζί με τους φανατικούς Αρειανούς μοναχούς που τον ακολουθούσαν. Το Τελεστήριο παραδόθηκε στις φλόγες, οι βωμοί και τα αναθήματα καταστράφηκαν, το ιερατείο εξολοθρεύτηκε ολόκληρο, από τους κατώτερους λειτουργούς ως τον τελευταίο Ιεροφάντη. Οι σωστικές ανασκαφές έφεραν στο φως ερείπια οικιών, λουτρών και εργαστηρίων σε μια ακτίνα γύρω από το λόφο της ακροπόλεως. Τη συνεχή και αδιάκοπη κατοίκηση της περιοχής από τη ρωμαϊκή μέχρι και την πρωτοβυζαντινή περίοδο την πιστοποιεί μια πλούσια συλλογή από λυχνάρια που χρονολογούνται από τον 1ο αιώνα πΧ έως και τον 5ο αιώνα μΧ. Προφανώς η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου που κατέστρεψε το Ιερό, δεν ερήμωσε εντελώς, τον οικισμό, ο οποίος συνεχίζει την ιστορική διαδρομή του ως τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια.
Τον 5ο αιώνα πΧ και πιο καθαρά τον 4ο αιώνα πΧ οι διαφορές ανάμεσα στην επίσημη και την λαϊκή λατρεία ήταν εμφανείς. Οι οπαδοί της επίσημης λατρείας περιφρονούσαν τη λαϊκή και με τη σειρά τους οι οπαδοί της λαϊκής λατρείας έβλεπαν τους θεούς του Ολύμπου ως δημιουργήματα των ποιητών ακατάλληλα να σώσουν τον άνθρωπο και επομένως άχρηστα για κάθε θρησκευόμενο άνθρωπο. Απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα για τη μεταθανάτια τύχη του ανθρώπου ζητούσε με την μύηση η πλειονότητα των ευλαβών οπαδών της λαϊκής πίστης.
Η Jane E. Harrison έδειξε πως ο πρωτόγονος άνθρωπος, με το χαρακτηριζόμενο από την ίδια ως “primitive ritual” που είχε στη διάθεσή του και που ήταν σχεδόν αποκλειστικά μαγικό, δεν μπορούσε να αγωνίζεται, μέσα στο απάνθρωπο τότε φυσικό περιβάλλον, παρά μόνο για να διατηρήσει την επίγεια ζωή του. Αυτό ήταν το συμπέρασμα των πιο πρωτοποριακών μελετών της, και μ’ αυτό άρχισε το τελευταίο βιβλίο της, “Epilegomena to the study of Greek Religion” 1921. Πυρήνας της “επίσημης” θρησκείας ήταν η θρησκεία των παλιών ευγενών που είχε βρει απήχηση στα ομηρικά και ησιόδεια ποιήματα. Η λαϊκή θρησκεία στηριζόταν αρχικά σε ορφικά ποιήματα που κυκλοφορούσαν σε κύκλους ευλαβών ανθρώπων του λαού.
Η λαϊκή θρησκεία, υποστηρίχθηκε διακριτικά αλλά σταθερά από το Δελφικό Ιερό. Τα δύο αυτά θρησκευτικά ρεύματα βρίσκονταν μεταξύ τους σε ριζική αντίθεση. Κατά τη λαϊκή θρησκεία θεάρεστος άνθρωπος ήταν μόνο ο απαλλαγμένος ηθικών μιασμάτων. Επί χίλια και πλέον έτη, ως το 5ο αιώνα μΧ. τρία ήταν τα κύρια μέσα θυσίας, ζώου για όσους μπορούσαν να επωμισθούν τη δαπάνη μιας αιματηρής θυσίας, πολτός πιτύρων και λάσπης για τα φτωχότερα στρώματα ή “καθάρσια ύδατα”.
Στον 4ο αιώνα πΧ σχεδόν όλοι οι λαϊκοί θρησκευτικοί θίασοι είχαν εισαγάγει τους θρησκευτικούς καθαρμούς. Μια κατηγορία μυστικών τελετών με γονιμικούς στόχους συνδεόταν με τη σπορά,, την απρόσκοπτη βλάστηση και την επιδιωκόμενη πλούσια συγκομιδή των καρπών της γης. Οι τελετές αυτές είχαν μαγική προέλευση και ήταν αρχικά άσχετες με οποιοδήποτε θεό. Το ελευσινιακό ζεύγος της Δήμητρας και της Κόρης αναγνωρίστηκε ως αρμόδιο για τη καλλιέργεια των “δημητριακών” καρπών. Ο Παυσανίας βρήκε στα μέσα του 2ου μΧ αιώνα πλήθος μυστικών τελετών σε μεγάλες και μικρές ελληνικές πόλεις.
Οι τελετές αυτές είχαν σκοπό να ενισχύσουν τη γονιμική δύναμη του σπόρου και την αύξηση της συγκομιδής. Τα Ελευσίνια μυστήρια ήταν η επιβλητικότερη από τις μυστικές λατρείες που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της λαϊκής πίστης. Τα κύρια γνωρίσματα της λαϊκής θρησκείας ήταν οι καθαρμοί και οι μυστικές λατρείες. Η παρακμή της λαϊκής θρησκείας άρχισε με την οικονομική εξαθλίωση των οπαδών της και την έλλειψη μορφωμένων ηγετικών θεραπόντων. Οι ανάξιοι θεράποντες νόθεψαν τους θρησκευτικούς καθαρμούς με μαγικές ιερουρ- γίες και υποβάθμισαν το όλο κίνημα με εξευτελιστικές μεθόδους εξασφάλισης πόρων για την προσωπική συντήρησή τους.
Πιο πάνω εξετάσαμε τη λατρεία της Δήμητρας μιας πανάρχαιης χθόνιας θεότητας της γονιμότητας, που οι Έλληνες πίστευαν πως προστάτευε ιδιαίτερα τους δημητρι- ακούς καρπούς. Το όνομά της είναι ελληνικό: Δημήτηρ δηλαδή μάνα γη. Τη Δήμητρα τη λάτρευαν περισσότερο οι χωρικοί. Οι αρχέγονες λατρείες, τα πανάρχαια έθιμα, εκφράζουν μια συνέχεια και απαιτούν την επανάληψη.
Η συνέχεια στο επόμενο