Εχουμε συνειδητοποιήσει ως ομιλητές της ελληνικής ότι με τις πιο απλές σε σημασία λέξεις, για παράδειγμα με τη λέξη χέρι, μπορούμε να πούμε στα ελληνικά πάνω από 50 φράσεις! Τεράστιος, λοιπόν, ο εκφραστικός πλούτος της ελληνικής γλώσσας.
Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι αποκαλυπτικό ως προς τη λέξη «χέρι»: Βαρύ χέρι, ελαφρύ χέρι, μακρύ χέρι, κάθομαι με σταυρωμένα χέρια, έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια, σηκώνω τα χέρια ψηλά, σηκώνω κάποιον στα χέρια, από δεύτερο χέρι, παίρνω από το χέρι, με τον σταυρό στο χέρι, ζητώ το χέρι (κάποιας), είναι στο χέρι κάποιου, δίνουμε τα χέρια, δένω τα χέρια, κάποιου λύνω τα χέρια, δίνω ένα χέρι βοηθείας, βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βάζω το χέρι μου στην φωτιά, βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο, βάζω (κάποιον) στο χέρι, βάζω και εγώ το χέρι μου σε κάτι, βάζω χέρι(!), απλώνω χέρι, με άδεια χέρια, κόβω τα χέρια (κάποιων), να μου κοπεί το χέρι αν…, ό,τι περνά από το χέρι μου, είναι του χεριού μου, φιλώ το χέρι, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλησέ το, (δεν) βάζω χέρι στην τσέπη, κάλλιο πέντε και στο χέρι πάρα δέκα και καρτέρει, τόνα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυό το πρόσωπο, χαμένος ή καμένος από χέρι, χέρι – χέρι, τρίβω τα χέρια μου, κάτω τα χέρια από (κάποιον) ή (κάτι), και με τα δυό χέρια, λερώνω τα χέρια μου με αίμα, δεξί χέρι, εργατικά χέρια, πιάνουν τα χέρια μου, έχω το πάνω χέρι, κρατώ κάποιον στο χέρι, μου πέφτει στα χέρια, γλυτώνω από τα χέρια, σε καλά χέρια, σε ξένα χέρια, αλλάζω χέρια, από χέρι σε χέρι, χέρι με χέρι, από πρώτο χέρια και άλλα.
Πηγές: Λεξικό Νέας Ελληνικής γλώσσας Γεωργιού Μπαμπινιώτη