Εκείνη η μετωπική εφιαλτική σύγκρουση τη νύχτα του παραλόγου και της φωτιάς, εκείνο το «πάμε και όπου βγει», ήταν άλλη μια χαρακιά που μας έκοψε και μας χώρισε πάλι στα δυο, ήταν άλλη μια αποκάλυψη της «βαθιάς» Ελλάδας που αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια να γίνουμε ένα κανονικό κράτος.
Και κανονικό κράτος είναι αυτό (δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι να επανερχόμαστε ξανά και ξανά στα αυτονόητα) που σέβεται την ασφάλεια και τη ζωή των πολιτών του. Αυτό στο οποίο η προσωπική ευθύνη αποτελεί ύψιστη ηθική αξία. Αυτό στο οποίο οι πολιτικές και οι πράξεις ορθοτομούνται από αυτό που ονομάζεται «κοινή», αριστοτελική λογική.
Η κοινή λογική κινείται στις ράγες τής ατομικής ευθύνης, η οποία χτίζει και τη συλλογική – ποτέ το αντίστροφο. Κι αυτό αφορά τον καθέναν μας, και περισσότερο αυτούς που διαχειρίζονται μια οποιαδήποτε θέση ευθύνης. Όμως εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες κινούμαστε, σε πολλές κρίσιμες περιπτώσεις άκρως παραλογικά και κραυγαλέα, από το άκρο της έλλειψης στο άλλο άκρο της υπερβολής. Από τη χρυσόσκονη και την ξιπασιά μιας δανεικής ευμάρειας στις αρχές του αιώνα, περάσαμε στη χρεοκοπία, στο ξεπούλημα των υποδομών, στη φτώχεια. Δώδεκα χρόνια στο τούνελ, στο φόβο. Μαύρισε η ψυχή μας με τις αυτοκτονίες, με την κατάθλιψη, με την εκατόμβη του Ματιού, με τους πνιγμένους, με την πανδημία, με τα Τέμπη, – «στάζει τη μέρα στάζει τη νύχτα, μνησιπήμον πόνος».
Ο σεβασμός προς τους νεκρούς δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο για συμψηφισμούς, όπως επιχείρησαν κάποιοι άνοες – ολίγιστοι, αυτή τη φορά, ευτυχώς! Όλοι αυτοί οι νεκροί δεν έφυγαν, είναι παρόντες και απαιτούν να έχουμε αναμμένο το καντηλάκι της μνήμης σε κάθε σπίτι. Απαιτούν να μιλάμε λιγότερο και να ακούμε περισσότερο. Να ακούμε τη φωνή τους που λέει πως το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι πάντα η διαμάχη «των κάτω» με «τους άνω», αλλά πως το αρρωστημένο κομμάτι της «βαθιάς» Ελλάδας, που «όπου κι αν ταξιδέψουμε μας πληγώνει», διαπερνά κάθετα – αλλά όχι στο ίδιο τσουβάλι – την κοινωνία μας και δεν λέγεται μόνο διασπάθιση δημόσιου χρήματος, αλλά και όποιοι πολιτικοί, και όποιοι υπάλληλοι, και όποιοι συνδικαλιστές, και όποιοι επιθεωρητές, και κολλητοί, και λούφα, και παραλλαγή, και βόλεμα, και «αναρρωτικές άδειες», και διαπλοκή.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως δεν είναι μόνο αυτά τα δύο άκρα, της έλλειψης ή της υπερβολής, η Ελλάδα. Είναι κι εκείνοι που δεν κληρονόμησαν μόνο τα αιώνια πάθη τής φυλής μας, αλλά και κάτι από εκείνη την κλασσική Παιδεία που φώτισε όλο τον κόσμο. Είναι εκείνοι που σηκώνουν τις μεγάλες πέτρες στις πλάτες τους. Είναι εκείνοι που το ηχηρό πάθος των αγκιτατόρων τούς θέτει στο περιθώριο. Και μένουν μόνοι. Όπως θα μείνουν, μετά από λίγο, οι τεμαχισμένες οικογένειες των νεκρών.
Γιατί, φοβάμαι, πως ως κι ο πόνος ακόμη που κάποτε ανθρώπευε τους ανθρώπους, έγινε ένα ακόμη προϊόν «μάρκετ πας». Γιατί «όλα έγιναν τηλεόραση, δύσκολα ‘γγίζεις κάτι από κοντά», όπως είχε γράψει ο Σεφέρης. Κι εμείς που δικάζουμε τόσο εύκολα, τόσο ρηχά, τόσο φανατικά, εμείς που πιστεύουμε πως για όλα τα δεινά της Ελλάδας φταίει μόνο ο αρχηγός του αντίπαλου κόμματος, δεν βλέπουμε ότι αντιγράφουμε ρόλους και γινόμαστε οι πολιτικοί ή οι δημοσιογράφοι ή οι σταθμάρχες που υποτίθεται πως κατηγορούμε.
Γι΄ αυτό, ήθελα να μείνω μόνος αυτές τις τραγικές μέρες. Ήθελα να κλάψω. Και μόνος «πήγα» στα Τέμπη. Και στάθηκα μπροστά στα αναποδογυρισμένα βαγόνια. Και προσπάθησα να ακούσω τη φωνή μιας ακόμη Ιφιγένειας της φυλής μας. Και να εντάξω αυτή τη φωνή στη δική μου ζωή. Μέσα στους καπνούς μιας ακόμη εθνικής τραγωδίας, είχα όσο ποτέ άλλοτε την ανάγκη να ακούσω τη φωνή των νέων παιδιών, σαν ένα ιρίδισμα ελπίδας, ιδιαίτερα τη φωνή εκείνου του φοιτητή με το κίτρινο φούτερ «Πάτα πάνω μου, κορίτσι μου, και πήδα γρήγορα από το βαγόνι! Βγες! Βγες!»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ