Η Κυριακή που μας πέρασε ήταν η τελευταία Κυριακή της αποκριάς, μιας περιόδου που εντάχθηκε από τους πρώτους Έλληνες χριστιανούς στο εθιμικό τους σύστημα διατηρώντας τις αρχαιοελληνικές παραδόσεις των Διονυσίων, με το πρώτο άνοιγμα του κρασιού, τις μεταμφιέσεις και τα πάσης φύσεως δρώμενα.
Εδώ που τα λέμε, πάντως, οι Απόκριες, όπως έχουν καταντήσει τα τελευταία χρόνια, σε τίποτα δε θυμίζουν αυτή την ελευθεριάζουσα μεν, χαρούμενη δε διάθεση του παρελθόντος, τότε που κανένα παιδί δεν φοβόταν να κυκλοφορήσει το βράδυ επειδή μπορεί να βρισκόταν εκτεθειμένο σε κάθε λογής κροτίδες, «γουρούνες», δυναμιτάκια, κλομπ, αφρούς, στρακαστρούκες και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Αυτό που διαπιστώνω (και το έχω γράψει και στο παρελθόν) είναι ότι οι Απόκριες, από μέρες χαρούμενες, έχουν μετατραπεί σε μέρες πολεμικές, με τα παιδιά να κυκλοφορούν έχοντας πάνω τους υλικό που θα μπορούσε ωραιότατα να χρησιμοποιηθεί και σε εγκληματικές ενέργειες.
Παράλληλα, οι αποκριάτικες στολές έχουν μετατραπεί σε μια ανεξάντλητη πασαρέλα από σπλάτερ και αιματοκυλισμένες εμφανίσεις με σκρίμ, δράκουλες, βαμπίρ, βρικόλακες, δολοφόνους και ό,τι κακάσχημο, φρικιαστικό και βίαιο μπορεί να φανταστεί ένας διεστραμμένος εγκέφαλος.
Αυτή η εικόνα ελάχιστα θυμίζει την παραδοσιακά ελληνική εικόνα της αποκριάς με το ξεφάντωμα και τη χαρά που ολοκληρώνονται την Κυριακή της τυρινής για να επακολουθήσει η προετοιμασία για την Ανάσταση, μέσα από τη νηστεία της Σαρακοστής που ξεκινάει με τη βδομάδα της Καθαρής Δευτέρας.
Μου φέρνει στο μυαλό, όμως, την αμερικάνικη γιορτή του «χάλοουην», που γίνεται το φθινόπωρο και, ενώ έχει κι αυτή μεταμφιέσεις και μασκαρέματα, στόχο έχει να τρομάξει ο ένας τον άλλο, να δημιουργήσει φρικιαστικές εικόνες και, ίσως, να απελευθερώσει συναισθήματα μέσα από την ελεύθερη έκφραση του τρόμου και του απόλυτου φόβου, εκεί δηλαδή όπου ο καθένας δύσκολα κρύβει το πραγματικό του πρόσωπο, όσο μασκαρεμένος κι αν είναι.
Από την Καθαρά Δευτέρα, ωστόσο, που ήδη πέρασε, άρχισε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Είναι περίοδος κατάνυξης και προετοιμασίας για το Άγιο Πάσχα και την Ανάσταση. Δεν εκτείνεται πάντα στην ίδια περίοδο του έτους, µια και εξαρτάται από το Πάσχα το οποίο, ως γνωστόν, είναι κινητή εορτή.
Η περίοδος του Τριωδίου, που λήγει με την έλευση της Μεγάλης Εβδομάδος, θεωρώ πως αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική απεικόνιση της ιδιοσυγκρασίας αλλά και της ιστορικής και πολιτικής πορείας του σύγχρονου (ίσως και του νεώτερου) ελληνισμού.
Ας το δούμε λίγο πιο αναλυτικά. Τι ακριβώς είναι το Τριώδιο; Επί της ουσίας πρόκειται για μια περίοδο πνευματικής προετοιμασίας των πιστών για την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση. Θεωρητικά, λοιπόν, θα έπρεπε να βρισκόμαστε σε πνευματική εγρήγορση, να αντιληφθούμε το μέγεθος των Παθών και τη σημασία της Ανάστασης που ακολουθεί.
Αυτό προϋποθέτει ότι κατανοούμε πως, προκειμένου να επιτύχουμε την Ανάσταση (κι εδώ εννοώ την όποια «ανάσταση» μπορεί να έχουμε κατά νου, πολιτική, οικονομική, πνευματική, ηθική κ.λπ.), θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να περάσουμε τα Πάθη που επιβάλλεται να ξεπεράσουμε. Μ’ άλλα λόγια, το Τριώδιο μας διδάσκει ότι για να καταφέρουμε να φτάσουμε σε μια επιδιωκόμενη ανάταση, λύτρωση ή επιτυχία, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και σωστά προετοιμασμένοι ώστε να αντιμετωπίσουμε και να ξεπεράσουμε όλα τα πιθανά και απίθανα εμπόδια που μπορεί να βρεθούν στο δρόμο μας. Για να το καταφέρουμε αυτό, θα πρέπει να έχουμε Πίστη στο στόχο μας, Ελπίδα για το καλύτερο, Αγάπη γι’ αυτό που κάνουμε (ου μην και για όλο τον κόσμο), Υπομονή απέναντι στις δυσκολίες και ομαδική, συλλογική προσπάθεια. Χρειάζεται σωστή προετοιμασία, συγκέντρωση και σκληρή προσπάθεια από όλους, προκειμένου να επιτευχθεί ένας δύσκολος στόχος.
Αντί αυτού, όμως, τι έχουμε καταφέρει οι νεοέλληνες; Έχοντας εντάξει στο Τριώδιο τα έθιμα της Αποκριάς, στεκόμαστε μόνο σ’ αυτά και ξεχνάμε όλα τα υπόλοιπα, μέχρι που να βρεθούμε αντιμέτωποι με τη Βδομάδα των Παθών. Μασκαρευόμαστε, αφήνουμε τις έγνοιες πίσω και γλεντάμε σαν να έχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα. Με μπροστάρηδες, ίσως, τους πολιτικούς μας τιμούμε περισσότερο την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου (στην πράξη, βεβαίως, και με τη σημασία που έχουν οι λέξεις σήμερα, όχι με τη στάση που κράτησε ο τελώνης μετανοώντας), και δεν προετοιμαζόμαστε για όσα πρόκειται να βρούμε μπροστά μας. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ένα απόσπασμα από σχολικό βιβλίο ιστορίας σχετικά με τη στάση των ελλήνων λίγο πριν τη μεγάλη κρίση του 1932: «Η παγκόσμια οικονομική κρίση έφτασε στην Ελλάδα σε μία εποχή «ευημερίας».
Η «ευημερία» σήμαινε ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε ένα καλύτερο οικονομικά μέλλον είχε αποκατασταθεί, και το ελληνικό κράτος έδειχνε να σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία». Τα μηνύματα από τις ΗΠΑ έδειχναν ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά, η χώρα προερχόταν από μια οικονομική καταστροφή, μια εθνική ήττα στον πόλεμο της Μικρασίας και ήταν καταχρεωμένη, όμως οι Έλληνες βρίσκονταν σε μια εποχή ευημερίας και ατένιζαν με αισιοδοξία το μέλλον!!
Κάπως έτσι, μου φαίνεται, ότι λειτουργούμε και σήμερα. Μασκαρεύουμε τις αδυναμίες μας, βαφτίζουμε σταρ τους ηθοποιούς μας, ογκόλιθους τους παίκτες μας, μεγάλους ηγέτες τους πολιτικούς μας και πορευόμαστε «μες στην καλή χαρά», χωρίς να σκεφτόμαστε ότι η Ανάσταση δεν έρχεται έτσι στα καλά του καθουμένου, αλλά επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη θυσία, την προετοιμασία και τη συλλογική προσπάθεια.
Προπάντων με την αυτοκριτική και την αναγνώριση των σφαλμάτων μας τα οποία θα πρέπει και να τα ομολογούμε και να τα δεχόμαστε, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που μας αναλογούν. Είμαστε, αλήθεια, έτοιμοι (ως λαός, ως άτομα, ως έθνος) να επιδιώξουμε την ανάτασή μας; Αν κρίνουμε από τα τεκταινόμενα γύρω μας, μάλλον όχι. Ας ελπίσουμε ότι αυτά τα τεκταινόμενα είναι απλώς ένα μασκάρεμα και τα καλύτερα μένουν να ακολουθήσουν.