Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια).
Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα γη + έχων) και πραγματικά ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη, δικό του σπίτι.
Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει (βοή = φωνή + θέω = τρέχω). Ο Αστήρ είναι το αστέρι αλλά και η ίδια λέξη μάς λέει ότι κινείται δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α+στήρα από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την λέξη «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο.
Το άγαλμα ετυμολογείται από το «αγάλλομαι» (ευχαριστιέμαι). Επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση = γιατρειά. Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα ή οτιδήποτε όμορφη η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε.
Κυριολεξία της γλώσσας
Στην ελληνική γλώσσα ουσιαστικά δεν υπάρχουν συνώνυμα, καθώς όλες οι λέξεις έχουν λεπτές εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους. Για παράδειγμα η λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιείται γι’ αυτόν που βυθίζει το χέρι του στο ρούχο (=λωπή) μια και μας κλέβει κρυφά ενώ ληστής αυτός που κλέβει φανερά.
Επίσης, το άγειν και το φέρειν, έχουν την ίδια έννοια. Το πρώτο χρησιμοποιείται για έμψυχα όντα ενώ το δεύτεροι για άψυχα.
Στα ελληνικά έχουμε τις λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» και «φύρω» που όλες έχουν το νόημα του «ανακατεύω».
Όταν ανακατεύουμε δύο στερεά ή δύο υγρά μεταξύ τους αλλά χωρίς να συνεπάγεται νέα ένωση (πχ λάδι με νερό), τότε χρησιμοποιούμε την λέξη «μειγνύω». Ενώ όταν ανακατεύουμε υγρό με στερεό τότε λέμε «φύρω». Εξού και η λέξη «αιμόφυτρος» που όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν συνειδητοποιούμε τι σημαίνει. Όταν οι αρχαίοι Έλληνες πληγωνόντουσαν στην μάχη τότε το αίμα ανακατεύονταν με την σκόνη και το χώμα.
Το «κεράννυμι» σημαίνει ανακατεύω δύο υγρά και φτιάχνω ένα νέο. Όπως για παράδειγμα ο οίνος και το νερό. Εξού και ο «άκρατος», δηλαδή ο καθαρός οίνος που έλεγαν οι αρχαίοι ότι δεν είναι «ανακεκραμμένος» με νερό.
Τέλος η λέξη «παντρεμένος» έχει διαφορετικό νόημα από την λέξη «νυμφευμένος». Διαφορά που περιγράφουν οι ίδιες οι λέξεις για όποιον τους δώσει λίγη σημασία. Η λέξη «παντρεμένος» προέρχεται από το ρήμα «πανδρεύομαι» που σημαίνει τίθεμαι υπό την εξουσία ανδρός ενώ ο άνδρας νυμφεύεται δηλαδή παίρνει νύφη.