Ξέρουμε κι οι δυο, αγαπημένη,/ μπορούμε να μάθουμε στους άλλους:/ ν’ αγωνίζονται για τους ανθρώπους/ και κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά/ λίγο πιο ωραία ν’ αγαπάνε… (Ναζίμ Χικμέτ)

Στις 24 Μαρτίου του 2000, μιλώντας στους μαθητές για την επανάσταση του 1821, δε βρήκα λόγια για να περιγράψω τους άθλους και τις θυσίες των εξεγερμένων τότε Ελλήνων. Μου ήρθαν στη σκέψη και πλημμύρισαν την ψυχή μου εικόνες της τραγωδίας που ζούσαν οι Τούρκοι εκείνον τον καιρό, εικόνες πόνου και φρίκης όπως αυτές που ζουν σήμερα. Και μίλησα τότε στα παιδιά μας αλλιώς.

«Όταν στους μεγάλους σεισμούς του περασμένου καλοκαιριού σωριάστηκαν οι πολυκατοικίες της Βορειοανατολικής Τουρκίας και όσοι είχαν την τύχη να σωθούν έψαχναν στα χαλάσματα απελπισμένοι να βρουν τους χαμένους γονείς τους, τα παιδιά και τ’ αδέρφια τους, ένιωσα πως σωριάστηκε μέσα μου όλη τούτη η ιστορία των εθνικών μας ανατάσεων και έγιναν θρύψαλα οι λαμπρές σελίδες των εθνικών μας αγώνων, μαζί μ’ εκείνο το λίκνο του μωρού που μέρες και νύχτες Έλληνες και Τούρκοι μάχονταν να κρατήσουν στη ζωή και να το φέρουν ξανά στο φως του και στους γονείς του. Μέσα σε κείνες τις βουρκωμένες μέ- ρες μιας άδολης και φυσικής ανθρωπιάς, άλλαξε τόσα χρώματα η αλήθεια και πολλές φο- ρές μου ψιθύρισε μυστικά πως δεν ήξερα τίποτε, έτσι που αισθάνθηκα πως πήγαν χαμένα τόσα χρόνια συνομιλίας με τις εικόνες και τις μεταμορφώσεις του ’21 και με τόσες πράξεις μιας καταναγκαστικής αποδοχής όλων των ΖΗΤΩ του.
»Κι άρχισα πολύ ν’ αμφιβάλλω για την αλήθεια μου και για μένα. Και να φοβάμαι τους άλλους πολύ. Μα να φοβάμαι και για τους άλλους, που τόσα γίνονται γι’ αυτούς χωρίς αυτούς, όπως τόσα πρωτόκολλα υπογράφανε οι Ευρωπαίοι προστάτες για τους Έλληνες χωρίς τους Έλληνες, έτσι που όταν έπεσε η αυλαία του ’21 και άρχισαν οι χοροί των Βαυαρών και των εκλαμπρότατων εκείνων Ελλήνων που ήθελαν να τους προσκυνούν, οι άλλοι Έλληνες, οι απ-ροσκύνητοι, έπαιρναν πάλι τα βουνά για να βρουν την αλήθεια τους και τον εαυτό τους, που αισθάνονταν πως τον έχαναν τώρα για πάντα. Κι έτσι ο αγώνας δεν τέλειωσε, αλλά άρχιζε κάθε φορά όλο και πιο αλλιώτικος, μέσα τώρα σε μια πατρίδα που ήταν και δεν ήταν δική τους, μέσα σε νέες εξουσίες που ένιωθαν και δεν ένιωθαν ελληνικά, μέσα σε μιαν ιστορία και σε μια τυραννία που τη στόλιζαν και την έβαφαν και την έκρυβαν πίσω από τα ψεύτικα χρυσαφικά της και τ’ άφθονα μυρωδικά της.
»Όταν οι Έλληνες ΕΜΑΚίτες πέρασαν στην απέναντι όχθη και αγρυπνώντας κι αυτοί, μαζί με τους Τούρκους, έσπαγαν τους μεγάλους ερειπωμένους τοίχους και έστηναν με λαχτάρα το αφτί τους για ν’ ακούσουν την ανά- σα των ζωντανών νεκρών, φαίνεται πως πολλοί και από εμάς περάσαμε μαζί τους στην άλλη πλευρά και σπάσαμε τους τοίχους του μίσους και της έχθρας, για να ανακαλύψουμε μέσα μας πως είναι αλήθεια τόσο ωραίο να τους αγαπάμε μ’ εκείνη την ανθρωπιά που δε γνωρίζει τίποτε απ’ τα σύνορα και τα σύρματα των ανύπαρκτων διαφορών, που τις φτιάχνουν και τις ρίχνουν ανάμεσά μας όσοι βολεύονται απ’ αυτές. Κι ένιωσα τότε, μέσα σ’ αυτή την αποκάλυψη πως δε μου πάει πια και δε με χωράει η εθνική μου στολή, μα έπρεπε να βρω και να ρίξω πάνω μου το ένδυμα της ανθρωπιάς και της γλυκύτητας του παιδιού που σ’ όλη του τη ζωή θα θυμάται και θα ευγνωμονεί τους Έλληνες που στάθηκαν πλάι του κι έκλαψαν από χαρά σαν παιδιά, λες κι ήταν δικό τους παιδί.
»Πριν μερικά χρόνια, σε μια παμβαλκανική συνδιάσκεψη εκπαιδευτικών στην Αρχαία Ολυμπία, ανοίγοντας την καρδιά του ο εκπρόσωπος των Τούρκων εκπαιδευτικών μετέφερε τον πόνο, το φόβο και τη βαθιά ανησυχία των συναδέλφων του και των απλών ανθρώπων της χώρας του, γιατί εκεί η ελευθερία ακόμη δεν έχει ανθήσει. Ψάχνοντας, λοιπόν, κάτω από τις διαδοχικές επιστρώσεις της ιστορίας και ξεκαθαρίζοντας όλο και περισσότερο το τοπίο, έθετα πάλι στον εαυτό μου, ιχνηλατώντας και ψηλαφώντας τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού της, το αγωνιώδες ερώτημα: τόσα χρόνια σκλαβιάς των Ελλήνων, τόση καταπίεση, τόσο αίμα και τόσο θανατικό τίνος την ελευθερία και ποιανού τη χαρά και τη βόλεψη τρέφανε; Αν οι Έλληνες ήταν σκλάβοι των Τούρκων, οι Τούρκοι τίνος σκλάβοι ήταν τότε και ποιανού είναι σήμερα;
»Κι είναι τούτες οι κρίσιμες ώρες μια ευκαιρία να ξαναδούμε τα πράγματα και, βάζοντας στην άκρη το πατριωτικό και το εθνικό, να ψάξουμε να βρούμε τον άνθρωπο και την ανθρωπιά μας. Γιατί, αν μπορεί κάποια μέρα να τα χάσουμε όλα – πατρίδες, εμβλήματα, παραδόσεις, ιστορίες, ήρωες, παραμύθια- ίσως μια ελάχιστη σπίθα ανθρωπιάς και αγάπης θα γίνονται το μικρό μας καντήλι, που θα μας δείχνει έστω κάποιο δρόμο, ένα μικρό και ζεστό μονοπάτι μέσα στις αχανείς λεωφόρους της λησμονιάς και της ατέλειωτης μοναχικής απορίας μας. Γιατί, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα κι έτσι όπως πάνε, αυτό που με κρατά κι αυτό που με στήνει είναι η δύναμή μου να ψάχνω μέσα στο αληθινό να βρω το εθνικό και μέσα στο εθνικό να βρω το αληθινό, για να λέω πως υπάρχω και πως στον καιρό μου ανήκω».

*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ