Εγώ τη βρήκα τη βασιλοπούλα
του παραμυθιού.
Με περίμενε σ’ ένα παλάτι φτωχικό
στην πόλη μου την Άρτα.
Όχι, όχι δεν ήταν το παλάτι
της βασίλισσας Θεοδώρας.
Ήταν το ευωδιαστό σπιτάκι
της αγαπημένης μου Λενιώκας.
Ήταν μικρούλα, όμορφη, γλυκιά
κι έφεγγε το πανώριο πρόσωπό της
κι εγώ μικρούλης τότε ήμουνα
με θάμπωσε το κάλλος της κι η μοίρα μου
και δεν κατάλαβα πώς την αγάπησα.
Μ’ αγάπησε κι εκείνη και με χαρά,
πήρε απ’ το χέρι την καρδιά μου
και την έβαλε μες στης καρδιάς της το βασίλειο.
Και μοίρες πολλές ζήλεψαν τη μοίρα μου
και παγίδες στήσαν πάμπολες
απ’ το βασίλειό της να με διώξουν.
Κι εκείνη δίχως δισταγμό
τις πρόσταξε να φύγουν όλες, να χαθούν
και μ’ αγκάλιασε σφιχτά με δύναμη
κι ακούσθηκαν οι καρδιές μας που πάλλονταν
λες κι ήταν κύματα ψηλά θάλασσας
που την έδερνε του Αίολου η μανία.
Μέσα σ’ αυτή την αγκαλιά μεγάλωσ’ η αγάπη.
Κι ο έρωτας προκάλεσε σεισμούς
στη γύμνια των κορμιών μας.
Μα τι αγάπη ήταν κι αυτή
μέσα στην τρικυμία!
Και μετά που γαλήνεψε η ζωή
βασίλευε η αγάπη.
Κι ο έρωτάς μας; Έρωτας σεισμογενής!
Στη γύμνια μας σπαρτάριζε
με ηδονικές δονήσεις.
Πώς να ξεχάσω σας ρωτώ
τέτοια βασιλοπούλα
τώρα όπου την έχασα
και μου ’φυγε για πάντα;
Πώς να ξεχάσω σας ρωτώ
την αγάπη μας τη δυνατή
τον σεισμικό έρωτά μας;
Πάντα εγώ θα αγαπώ την όμορφη,
γλυκιά πολύ, μικρή βασιλοπούλα
κι όσο θα είμαι στη ζωή
θα νιώθω ερωτευμένος.
Γιάννης Κ. Τσώλης