Σηκώνομαι μιάν αυγούλα, μιάν αυγίτσα το πρωί/ και το κατηφόρι πήρα, για να δω και να χαρώ./ Βρίσκω μια πορτοπούλα κι αυτή ήταν ανοιχτή,/ εκεί μέσα κατοικούσε μαυρομάτα και ξανθή./ Σκύβω, τεμενά της κάνω απ’ τον ουρανό ως τη γη,/ μα πολύ της κακοφάνη και την πόρτα της σφαλεί./
Πέφτω κι εγώ ο καημένος βαριά και αρρωστώ,/ δε λυπήθηκε η στρίγγλα να μου φέρει ένα γιατρό./ Μπερδεύτηκα ο καημένος, σαν τον ψύλλο στο μαλλί,/ ποια να πάρω, ποια ν’ αφήσω, μαυρομάτα ή ξανθή;/ Να πάρω τ’ μαυρομάτα, που ’ναι μαύρη και λιανή,/ να την έχω καλοκαίρι με τη ζέστη την πολλή;/ Να πάρω την ξανθούλα, που ’ναι άσπρη και παχιά,/ να την έχω το χειμώνα με τα χιόνια τα πολλά;
Ερωτικό τραγούδι, προερχόμενο από τη Γιαννιώτικη μουσική παράδοση με στίχους από τα στιχοπλάκια. Αναφέρεται σε δυο όμορφες κοπέλες με διαφορετικά γούστα και χαρακτηριστικά. Ο ερωτευμένος νέος μπερδεύεται και δεν ξέρει ποια από τις δυο να πάρει, γιατί του αρέσουν και οι δυο.
Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του γούστα, τις δικές του χάρες, τα δικά του όμορφα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως και τα δικά του μειονεκτήματα. Στο παραπάνω τραγούδι, όμως, ο μπερδεμένος νέος τις θέλει και τις δυο για διαφορετικούς λόγους.