Γράφει ο Γιάννης Κ. Τσώλης
Πρώτα Χριστούγεννα ύστερα από σαράντα οκτώ χρόνια χωρίς την Λενιώκα μου, την αγαπημένη της καρδιάς μου από τα παιδικά μαθητικά μας χρόνια. Δύσκολα! Πολύ δύσκολα. Ξύπνησα πρωί στις πέντε. Δεν είπα «Χρόνια πολλά Ελενίτσα», όπως τις άλλες χρονιές. Πλύθηκα, ντύθηκα και στάθηκα με ευλάβεια εμπρός από την τραπεζαρία και προσευχήθηκα στο εικόνισμα της Παναγιάς μας και στις εικόνες της Λενιώκας μου που το περιστοιχίζουν.
Και στις έξι παρά τέταρτο κίνησα για την εκκλησία μου. Την εκκλησία της Παναγίτσας Χαϊδαρίου όπου εκκλησιάζομαι την τελευταία εικοσιπενταετία και ψάλλω δίπλα στον δεξιό ψάλτη. Ψάλλαμε με το Νικολάκη με την ψυχή μας και χορωδιακά -από κοινού οι δυο μας- και μονωδιακά. Κοινώνησα στο τέλος Σώμα και Αίμα Χριστού για να απαλύνει ο Κύριος τον πόνο της ψυχής μου. Ένιωσα μέσα μου μια αναπτέρωση μετά τη Θεία Μετάληψη παρότι πριν από τη Μετάληψη των Θείων Δωρημάτων ένιωθα πως δεν είμαι άξιος αυτής της του Χριστού μας Δωρεάς. Επέστρεψα ήσυχος στο σπίτι, έφτιαξα καφέ, ζέστανα και γάλα και αναπόλησα την πορεία της ζωής μου. Έτσι τη βρήκα.
Χθες ήταν που πήγα μαθητής στο σπίτι της κυρά – Πάτρας, στη Α΄ τάξη του 2ου Γυμνασίου Άρτας, που είχε ένα κορίτσι στην ΣΤ΄ τάξη του 1ου Δημοτικού Σχολείου, την Ελένη. Χθες ήταν που τελείωσε το Δημοτικό και έγινε μαθήτρια του Γυμνασίου Θηλέων Άρτας και προχωρούσαμε εγώ πάντα μια τάξη μπροστά κι εκείνη ακολουθούσε. Και όταν φθάσαμε εγώ στην Ε΄ τάξη και η Ελένη στη Δ΄ δεν ξέρω, δεν κατάλαβα πώς συνέβη, αγαπηθήκαμε τρελά, ερωτευθήκαμε παράφορα και συνεχίσαμε.
Τελείωσα το Γυμνάσιο το έτος 1965 και το 1966 τον Απρίλιο βρέθηκα Σμηνίτης και η Ελέ- νη μου μαθήτρια στη ΣΤ΄ τάξη Γυμνασίου, κορίτσαρος όμορφος, αγγελοπρόσωπος. Την ίδια χρονιά πέτυχε και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κι εγώ σμηνίτης στην Κέρκυρα. Είκοσι οκτώ μήνες μακριά της, Άραξο-Καβούρι-Κέρκυρα-Λευκάδα-Σκύρο-Λευκάδα υπέφερα. Σμηνίτης εγώ, φοιτήτρια η αγάπη μου. Ένιωθα άσχημα.
Προσπαθούσα να αποστασιοποιηθώ από τη μεγάλη μας υπόσχεση που δώσαμε και ορκισθήκαμε πως θα ζήσουμε για πάντα μαζί, πως θα δικαιώσουμε την αγάπη μας. Έκανα βήματα φυγόμαχα και της τα εκμυστηρευόμουν κι εκείνη βράχος. Μου έδινε δύναμη, κουράγιο: «Εγώ σ’ αγαπώ κατάλαβες; Μη μου λες τέτοια εμένα. Μη απογοητεύεσαι, αγωνίσου και η αγάπη μας θα νικήσει. Μη μου ξαναγράψεις τέτοια εμένα και με στενοχωρείς. Εγώ σ’ αγα- πώ, πάντα θα σ’ αγαπώ».
Πόσες φορές τη στενοχώρησα τότε που ήταν φοιτήτρια η Λενιώκα μου κι εγώ σμηνίτης μακριά της! Ίσως η ζηλοτυπία μου, η ανωτερότητά της ως φοιτήτρια κι εγώ σμηνίτης! Έκανε η σκέψη μου τη σύγκριση και με εύρισκε κατώτερό της. Υπέφερα πολύ τότε και τη στενοχωρούσα με τη συμπεριφορά μου, αλλά εκείνη ήταν πολύ ανώτερη στην ομορφιά της αγάπης της, ήταν ανώτερος άνθρωπος, μεγάλος, όμορφος, γενναίος και δεν μου επέτρεπε να βασανίζομαι από τέτοιες ριψάσπιδες σκέψεις. Μου τόνιζε τον σκοπό μας και πως η αγάπη μας πρέπει να νικήσει, να πετύχουμε τον σκοπό μας που θέσαμε από μικρά παιδιά μαθητές Γυμνασίου.
Κι έδωσε ο Θεός και απολύθηκα από την Αεροπορία. Τότε για να αποκατασταθώ επαγγελματικά, όσο μου ήταν δυνατόν γρήγορα, αποφάσισα να πάω στην Αστυνομία Πόλεων. Πέτυχα στις εξετάσεις του Οκτωβρίου του 1968 -δύο μήνες περίπου μετά την απόλυσή μου από την Αεροπορία- και έγινα αστυνομικός, αστυφύλακας υπηρετών στην Αθήνα και η Λενιώκα μου τότε φοιτήτρια στο 3ο έτος της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων.
Όλα αυτά έγιναν ένα χθες. Ένα χθες η αποφοίτησή της από τη Φιλοσοφική, με εκείνο το ευθύ Αρχαία που πολύ ταλαιπώρησε την αγαπημένη μου. Οι αγωνίες μας και οι καρδιοπαλμοταράξεις μας από τους χωρισμούς μας, μετά τις συναντήσεις τις ευτυχισμένες και η ανυπομονησία μας, για το πότε θα ξανασυντηθούμε, όλα έγιναν ένα χθες ελάχιστο αν και απέραντο, με τους έρωτές μας, τα χαμογέλια μας, τα αστεία μας, τις χαρές μας, τις στενοχώριες, τα τραγούδια μας, τους χορούς μας όλα, ένα χθες.
Ο γάμος μας στον Άγιο Στυλιανό του Γκύζη ανήμερα της εορτής της Ζωοδόχου Πηγής την 19-4-1974, η γέννηση της Βιβής μας, η Ερυμάνθεια, η γέννηση της Κορίνας μας και η δοκιμασία μας. Ο Νέος Κόσμος, το Αιγάλεω, το Χαϊδάρι, το 3ο Γυμνάσιο, το 1ο Λύκειο, η συνταξιοδότησή μας, όλα ένα χθες. Οι εκδρομές μας σε Κωνσταντινούπολη, Πόντο, Καππαδοκία, Σμύρνη, Αττάλεια, Έφεσο, Ευρώπη, Σικελία, Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Τσεχία, Ελβετία, Δαλματικές ακτές και στις όμορφες πόλεις με τα ειδυλλιακά το- πία της υπαίθρου της Πατρίδας μας.
Οι διακοπές μας σε όλα περίπου τα νησάκια μας και στην πολυαγαπημένη Άρτα, την πόλη μας, την πόλη του έρωτά μας και των ονείρων μας όλα, έγιναν ένα χθες ατέλειωτο. Πώς μεγαλώσαμε! Δεν κατάλαβα! Και η Λενιώκα μου χάθηκε! Κι από τότε όλα τα βλέπω ένα μικρό, ατέλειωτο χθες. Μια κινηματογραφική ταινία δύο ωρών που αρχίζει από τότε που πήγα μαθητής Γυμνασίου στο σπίτι της 27-9-1959 δεκατριάχρονο αγόρι και η Ελένη κοριτσάκι μαθήτρια Δημοτικού ενδεκάχρονη… και τελειώνει… τελειώνει στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών!
Ω, δυστυχία μου! Από τότε αγάπη μου πρώτη και μοναδική, παντοτινή, από τότε 13-7-2022 ζω ένα μαρτύριο με μοναδική μου παρηγοριά το ψυχικό σου μεγαλείο, την εσωτερική και ψυχική σου ομορφιά την οποία είχα την ευτυχία να ζήσω και να χαρώ και τον άφθαστο έρωτά σου με την υπέρμετρη αγάπη σου, που είχα την μεγάλη, μοναδική τύχη της ζωής μου, να τύχω και να απολαύσω.
Σ’ ευχαριστώ για όλα τα μεγάλα και αληθινά που μου δίδαξες και παρακαλώ τον Χριστούλη μας να μας λυπηθεί και να με φέρει κοντά σου.
Θα σ’ αγαπώ σε όλη μου τη ζωή που μου απομένει όπως πάντα.
Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω πως εσύ αγάπη μου χάθηκες, ότι εσύ Λενιώκα μου πέθανες. Το ενδεκάχρονο κοριτσόπουλο που πρωτογνώρισα σ’ εκείνη τη μικρή φωλίτσα της Β. Κωνσταντίνου 74 -αυτός ήταν τότε, το 1959, ο αριθμός του σπιτιού σου, αργότερα έγινε 70- η μετέπειτα μαθήτρια Γυμνασίου που ερωτεύθηκα σφόδρα, η φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, η φιλόλογος καθηγήτρια, η Διευθύντρια του 3ου Γυμνασίου Χαϊδαρίου και του 1ου Λυκείου που έσκυψε και μου έδωσε το δυνατό χέρι της για να με τραβήξει ψηλά, η όμορφη αγάπη μου, ο γλυκός μου πανέμορφος, υπέροχος, μεγάλος άνθρωπός μου, δεν μπορώ να το χωνέψω ότι δεν ζει πια κοντά μου, ότι δεν υπάρχει στη ζωή. Πότε έγιναν; Πότε πέρασαν όλα αυτά και ήρθε ο χρόνος ο κακός να φύγει; Δεν μπορώ να καταλάβω! Εγώ σε βλέπω κοριτσάκι, όμορφο, τρυφερό, γλυκό.
Είμαι πολύ ερωτευμένος ίσως περισσότερο και από τότε που ήσουν φοιτήτρια στα Γιάννενα. Σε βλέπω στον ύπνο μου όμορφη μικρούλα και γλυκειά πολύ. Μόνο δύο φορές σε είδα μεγαλούτσικη και τις δύο φορές με πρόσεχες, με συμβούλευες. Όλες τις άλλες που είναι αρκετές σε βλέπω μικρούλα. Προχθές το βράδυ σε είδα πως επιστρέφαμε από τη θάλασσα. Είχαμε πάει δήθεν για μπάνιο και γυρίζαμε. Βαδίζαμε ένα δρόμο ανηφορικό που δεξιά και αριστερά είχε πεύκα μεγάλα και πολλά που ενώνονταν οι κορυφές τους.
Είχες προχωρήσει λίγα βήματα μπροστά και συζητούσες με κάποιον άγνωστο παχουλό.
Εγώ ακολουθούσα πίσω και σε μια στιγμή καθώς βάδιζα κάτω από τις γυρμένες κορυφές των πεύκων, έβρεξε νερό σαν ντουζ και σταμάτησα, ξεπλύθηκα καλά και συνέχισα.
Φορούσαμε τα μαγιό μας. Εσύ είχες λευκό ολόσωμο και εγώ μαύρο. Κάποια στιγμή λαχτάρισα, παραλίγο να πέσεις καθώς βάδιζες, ταλαντεύτηκες και ανησύχησα, ο άγνωστος έπεσε. Σας πλησίασα και του είπα: «Είσαι παχουλός πρέπει να γυμνάζεσαι, να τρέχεις». Κι εκείνος άρχισε να τρέχει γρήγορα πολύ. Έτρεξα να τον προλάβω και του είπα: «Έλα να σου δείξω πώς τρέχουν» κάναμε ένα ελαφρύ τροχάδην και φθάσαμε σ’ ένα ψηλό μέρος και από εκεί φαινόταν μια απέραντη πεδιάδα καταπράσινη και τότε θυμήθηκα εκείνο το ωραίο που έγραφες για τη φύση «Πόσο ωραία είναι η φύση όταν την ονειρεύεσαι και αναζητάς το κύτταρο, της μαγείας της».
Ανταμώσαμε ξανά αγαπούλα μου το βράδυ της προπαραμονής της Πρωτοχρονιάς. Με περίμενες στην αυλή της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών – είχε δήθεν ιδιόκτητο κτήριο η Εταιρεία – ήσουν καθισμένη σ’ ένα ολόγυρο τσιμεντένιο παγκάκι. Τα χείλη μου απόλαυσαν τρεις φορές τα χειλάκια σου. Κι ήσουν τόσο όμορφη!
Όπως τότε που γύρισες από την Κρήτη που είχες πάει εκδρομή με το Πανεπιστήμιο. Χάρηκες πολύ που με είδες κι εγώ περισσότερο. Κι όταν σε ρώτησα, «γιατί κάθεσαι έξω και δεν πήγες να καθίσεις μέσα στην αίθουσα», μου απάντησες! «Μας ζηλεύουνε Γιάνκο μου και σκέφθηκα να μην έρθεις επάνω να μας δούνε μαζί».
Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Ξύπνησα μόνος στο κρεβάτι μας αγάπη μου. Όνειρο ήταν κι ήσουν όνειρο, όπως στη ζωή. Σ’ αγαπώ πολύ-πολύ περισσότερο κι από τότε που ήσουν φοιτήτρια στα Γιάννενα. Εσύ ήσουν αγάπη μου η ζωή μου και οι γλυκές ερωτικές αναμνήσεις σου με τη μεγάλη σου αγάπη με κρατούν στη ζωή.
Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ πάντα ώσπου με το θέλημα του Θεού μας, του Θεού της Αγάπης να ανταμώσουμε.